Η κρίση και το μέλλον μας...
του Ελευθερίου Τζιόλα
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Ι. Όψεις της κρίσης, επείγουσες απαντήσεις.
Το σύμφωνο σταθερότητας αποτελεί το καθορισμένο πλαίσιο της Ε.Ε. από την εποχή της απόφασής της για τη Νομισματική Ενοποίηση (Μάαστριχτ). Πρόκειται για ένα πλαίσιο που προτάσσει την δημοσιονομική πειθαρχία. Δεν επιτρέπει δημοσιονομικές επεκτατικές πολιτικές, που να στηρίζονται στη διόγκωση των ελλειμμάτων και του χρέους. Ελλείμματα και χρέη πρέπει να τελούν υπό έλεγχο. Η ανομοιογένεια των εθνικών οικονομιών πρέπει να διαθέτει κάποια βασικά στοιχεία σύγκλισης. Στις σημερινές συνθήκες οικονομικής κρίσης (ύφεσης) το πλαίσιο σταθερότητας έχει σημαντικά αμβλυνθεί. Τα ελλείμματα μπορούν να ξεπερνούν το 3% του ΑΕΠ όπως κι ο δημόσιος δανεισμός το 60% του ΑΕΠ. Το πλαίσιο σταθερότητας έχει γίνει πιο ελαστικό στον τρόπο εφαρμογής του, αλλά συνεχίζει να παραμένει σε ισχύ, δεν έχει καταργηθεί. Η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί το βασικότερο κριτήριο στους κόλπους της Ε.Ε.
Το μοντέλο της πρόσφατης οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα στηρίχθηκε, κατά βάση, στο δανεισμό. Ο δανεισμός είχε δύο όψεις : (α). Τον δημόσιο δανεισμό (μέσω αύξησης των ελλειμμάτων), και, (β). τον ιδιωτικό δανεισμό (μέσω καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων).
Με την εισροή των δανείων το ΑΕΠ αυξάνονταν. Ταυτόχρονα αυξάνονταν και το χρέος. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ έμενε σχετικά σταθερός (λόγω αύξησης και των δύο μεγεθών), με τάσεις βελτίωσης την τελευταία περίοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Το δυναμικό σκέλος, πάντως, αυτής της σχέσης ήταν η ανάπτυξη. Με την μεσολάβηση της κρίσης –και, κυρίως, την κάκιστη διαχείριση και την αδιέξοδη πολιτική της «Ν.Δ.» κατά την τελευταία πενταετία- η αναπτυξιακή διαδικασία και ευρύτερα το μοντέλο ανάπτυξης μπήκε σε κρίση. ¨Ετσι, ενώ απαιτείται, πλέον , η εκκίνηση,και πάλι, της αναπτυξιακής διαδικασίας και η συγκρότηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης, και για να γίνουν αυτά, απαιτείται δανεισμός. Αλλά, εδώ που φτάσανε τα πράγματα, δανεισμός απαιτείται και για τα θεμελιώδη ( τις βασικές λειτουργίες του κράτους, μέρους των μισθών, των συντάξεων, των νοσοκομείων, των δημοσίων έργων ). Ο δανεισμός είναι αναγκαίος και για να αντιμετωπισθεί η ύφεση και για να συνεχισθεί -με περικοπές, πλέον- η κίνηση του κράτους και της οικονομίας.
Πρέπει να επισημάνουμε, εδώ, ότι η Ελλάδα είναι σ΄ορισμένες πλευρές της –μέσα στην ευρύτερη κρίση- και μια ειδική περίπτωση. Η ‘’γκρίζα και ‘’μαύρη ‘’ περιοχή της οικονομίας της (παραοικονομία, διαφθορά) υπολογίζεται στο 35% του Α.Ε.Π.! Η εκτεταμένη φοροκλοπή και φοροδιαφυγή (υπολογισμένη στο 30% !), η τεράστια εισφοροδιαφυγή και εισφοροαποφυγή (υπολογισμένη μόνο για το ΙΚΑ, ετησίως στα 6,5 δις.ΕΥΡΩ !), η μεγάλη υποχώρηση στην παραγωγικότητα, οι απίθανες σπατάλες και η κακοδιαχείρηση αποτελούν ενδημικά αποσαθρωτικά φαινόμενα.
Η κάκιστη οικονομική πενταετία του Κ.Καραμανλή (του ‘’μικρού’’), με ευθύνες διαστάσεων χρεοκοπίας της πατρίδας, επέφερε καίριο, βαρύ πλήγμα…Έσπρωξε τη χώρα στην χειρότερη κατάσταση της στα τελευταία τριάντα χρόνια διαδρομής της.
Τα παραπάνω συγκροτούν την ‘’ελληνική ιδιαιτερότητα’’. Δεν πρέπει, όμως ποτέ να διαφεύγει της προσοχής -και της επικέντρωσης των πολιτικών μας- ότι το τεράστιο έλλειμα τρεχουσών συναλλαγών και ο εξαιρετικά χαμηλός όγκος πραγματικών επενδύσεων αποτυπώνουν το βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, δείχνοντας την διαχρονική καχεκτική της αδυναμία και το αδιέξοδο της παραγωγικής της δομής. Σε τελική ανάλυση, το οικονομικό πρόβλημα της χώρας είναι πρόβλημα δομικό. Πρόβλημα μοντέλου παραγωγής και παραγωγικής βάσης, ανάπτυξης, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Το έλλειμμα του 12,7% σήμανε συναγερμό στην Ε.Ε. Η eλληνική οικονομία πέρασε αυτόματα στο ‘’κόκκινο’’. Το δημοσιονομικό πρόβλημα έγινε κυρίαρχο κι επισκίασε την ύφεση, η οποία, ωστόσο, όσο υφίσταται είναι το κεντρικό πρόβλημα, μια βαθειά αποσαθρωτική διαδικασία για την ύπαρξη και το μέλλον της οικονομίας.
Οι συζητήσεις, μετά το ύψος του ελλείματος στο 12,7%, με την Ε.Επιτροπή και την Ε.Κ.Τράπεζα άρχισαν να γίνονται σε άλλη βάση. Μετά από τη συμφωνία για 4% μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος για το 2010, οι πιέσεις μεταφέρθηκαν στη μείωση των δαπανών, κυρίως, και την αύξηση των εσόδων. Η λεγόμενη αναξιοπιστία της Ελλάδας δεν ήταν μια υπόθεση που αφορούσε το παρελθόν της, αλλά πλέον και το παρόν και το πραγματικό της μέλλον
Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης (αρχές Δεκεμβρίου), που κινούνταν σε άλλη κατεύθυνση (έδινε έμφαση στην αύξηση των εσόδων και προέβλεπε περιορισμένη μείωση των δαπανών) έπρεπε να αναμορφωθεί. Χρειάστηκε το Πρόγραμμα Σταθερότητας (αρχές Ιανουαρίου 2010) προς την Ε.Επιτροπή, μετά και από σχετικές υποδείξεις, για να αλλάξουν τα πράγματα και οι προτεραιότητες. Να πέσει το βάρος στη μείωση των δαπανών. Και αφού έγινε κι αυτό περάσαμε, πλέον, στο δια ταύτα, δηλαδή, στη λήψη άμεσων μέτρων.
Το δημοσιονομικό πέρασε στην πρώτη γραμμή. Κι η κυβέρνηση καλείται να το αντιμετωπίσει με τίμημα μια μεγαλύτερη ύφεση. Πρόκειται για ένα τίμημα πολύ βαρύ που ανατρέπει δεδομένα και οδηγεί σε καταστροφικές συνέπειες τμήματα της ελληνικής οικονομίας.
Η παγκόσμια εμπειρία και η αντίστοιχα συγκροτημένη οικονομική θεωρία χρησιμοποιούν την δημοσιονομική πολιτική για την ενίσχυση της ζήτησης, την στήριξη της απασχόλησης, με την αύξηση των δαπανών και την μείωση των φόρων ( γνωστά και ως ‘’οικονομικά της ύφεσης’’). Μια τέτοια πολιτική δημιουργεί ελλείμματα που η χρηματοδότησή τους οδηγεί στον δανεισμό. Τα ελλείμματα και τα χρέη είναι το αναγκαίο κακό για την έξοδο από την ύφεση. Αλλά, η ανάκαμψη –και η ανάπτυξη στην εκτύλιξή της- δημιουργώντας νέο οικονομικό εθνικό προϊόν δίδει τις δυνατότητες για εύρρωστες επιχειρήσεις, κοινωνικές δαπάνες και υψηλώτερο επίπεδο διαβίωσης. Σήμερα, όμως, καλούματσε να κάνουμε το αντίθετο, να εφαρμόσουμε μέτρα που βαθαίνουν την ύφεση και να περιορίσουμε τα ελλείμματα και το χρέος. Το αδιέξοδο είναι φανερό. Η Ελλάδα κινδυνεύει να συνεχίσει με αρνητικό πρόσημο ανάπτυξης και να βυθισθεί σε οικονομικό μαρασμό.
Μιά απόφαση πολιτικής στήριξης με οικονομικό αντίκρυσμα είναι η πραγματική, επείγουσα προτεραιότητα, σήμερα. Η πρακτική της συνέπεια θα ήταν μια μορφή δανεισμού. Μια μορφή δανεισμού, με λογικούς όρους δανειοδότησης και κοινωνικής ισορροπίας, που θα δώσει τη δυνατότητα να ελεγχθεί το δημοσιονομικό και να κινηθούν οι προτεραιότητες ανάκμψης για να φρεναρισθεί και να αντιμετωπισθεί η η ύφεση. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και αποφασιστικό φραγμό στα κερδοσκοπικά funds, αφού θα αφαιρούσε έδαφος από την κερδοσκοπική τους βουλιμία παρέχοντας στην Ελλάδα δάνειο με λογικούς όρους. Οι αγορές δεν κατευνάζονται με σκληρά μέτρα. Η κερδοσκοπία στον διεθνή χρηματο-οικονομικό χώρο απαιτεί άλλα μέτρα (θεσμικού και διεθνοποιημένου χαρακτήρα, που δειλά συζητούνταν στη φάση του ξεσπάσματος της κρίσης, το φθινόπωρο 2008, για να γίνουν, όμως, στην πράξη τα αντίθετα). Και, βέβαια, την κερδοσκοπία δεν θα την αντιμετωπίσει μόνη της η ελληνική οικονομία.... Αλλιώς, -αν τίποτα απ΄ αυτά δεν κατορθωθεί- οι επενδύσεις σε ελληνικά ομόλογα, έχοντας ρίσκο (για μεγάλο χρονικό διάστημα), θα γίνονται με αυξημένα επιτόκια. Κι αυτό δεν λύνεται με κάποια μέτρα. Εξ άλλου, τα μέτρα τα ζητά η Ε.Επιτροπή και η Ε.Κ.Τράπεζα ως συνέπεια προς το σύμφωνο σταθερότητας. Τα ελληνικά ομόλογα όσο θα είναι επισφαλή δεν μπορούν παρά να έχουν υψηλά ασφάλιστρα (spred).
ΙΙ. Για τη διέξοδο.
Εκτός όσων παραπάνω προτάθηκαν, ως άμεσες-επείγουσες επιλογές, είναι απολύτως αναγκαίο να συνειδητοποιηθεί η αναγκαιότητα της διατύπωσης, αλλά, κυρίως, της ταχύρρυθμης εφαρμογής μιας συγκροτημένης και ιεραρχημένης πολιτικής διεξόδου από την κρίση. Τρείς είναι οι άξονες ενός τέτοιου σχεδίου επείγουσας υλοποίησης:
(1). η δημοσιονομική προσαρμογή (με σταθμισμένα, κοινωνικά δίκαια μέτρα άμεσου αποτελέσματος, αλλά και επιλογές μεσοπρόθεσμης εξυγίανσης/διόρθωσης) ,
(2). η αναπτυξιακή ανάκαμψη (με στήριξη των παραδοσιακών ισχυρών κλάδων της οικονομίας -κατασκευαστικός τομέας, τουριστικός κλάδος σ΄όλες του τις μορφές και ναυτιλιακός χώρος-, αλλά και τη δημιουργία νέων πεδίων δυναμικής ανάπτυξης -νέα αγροτική/μεταποιητική οικονομία, ενεργειακός τομέας, οικονομία της γνώσης), και,
(3). το κράτος (με την έννοια του παραγωγικού υποστηρικτικού μηχανισμού και με τη διάσταση του ''κοινωνικού κράτους'' και του ''κράτους δικαίου'', δηλαδή, ενός μετασχηματισμένου/ενεργητικού κράτους).
Η επιλογή της διαμόρφωσης του Προγράμματος Σταθερότητας από κοινού με τις υπηρεσίες της Κομισιόν, ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο απόρριψης του, ενώ είναι κατανοητή, πρέπει να μην καταλήξει να είναι ωμή αποδοχή και ελληνική αποτύπωση της καθιερωμένης τυποποιημένης συνταγής των Βρυξελλών, την οποία επί της ουσίας εισηγούνται οι αγορές (δηλαδή, μείωση μισθών, μείωση κοινωνικών δαπανών, μείωση συντάξεων, μείωση απασχόλησης, αύξηση έμμεσων φόρων). Πρέπει να είναι σαφές ότι αν η δραστική αναπροσαρμογή δεν γίνει με όρους πραγματικής εξυγίανσης και κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά με τη συνταγή των αγορών, -και μάλιστα στην ελληνική καπιταλιστική ιδιοτυπία της κλεπτοκρατίας-, τότε, απλώς, θα διαιωνισθεί αυτό το χρεοκοπημένο αντικοινωνικό και ατιπαραγωγικό μοντέλο και μάλιστα με χειρότερους όρους (μέσα και μετά από την ύφεση).
Αν είναι να πληρώσουν το κόστος της δημοσιονομικής εξυγίανσης οι ίδιες κοινωνικές κατηγορίες, που ήδη έχουν πληρώσει (φορολογούμενες, εισφέρουσες σε κάθε κανονική αλλά και έκτακτη περίοδο και πολλαπλά επιβαρυνθείσες) αφήνοντας την ‘’γκρίζα’’ και ‘’μαύρη’’ περιοχή της οικονομίας, ουσιαστικά ανέγγιχτη, τότε η βύθιση θα είναι βέβαια και η ανάκαμψη αδύνατη. Επίσης, η πίεση των αγορών και της Ε.Επιτροπής στα δημοσιονομικά (ως βραχυπρόθεσμη απαίτηση), δεν πρέπει να μας οδηγήσει να χάσουμε από τις προτεραιότητες μας τον δεύτερο και τρίτο άξονα, που παραπάνω αναφέρθηκαν, και αποτελούν το πραγματικό όχημα βιώσιμης οικονομικής προοπτικής : την αναπτυξιακή ανάκαμψη (με δέσμη ενεργητικών πολιτικών, σοβαρό Π.Δ.Ε. και πλήρες ξεδίπλωμα του ΕΣΠΑ) και το μετασχηματισμένο κράτος (αντιγραφειοκρατικό, παραγωγικό, αποδοτικό, ενεργητικό). Δεν πρέπει να λησμονούμε ποτέ ότι το βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνεται στο τεράστιο έλλειμα τρεχουσών συναλλαγών και τον εξαιρετικά χαμηλό όγκο πραγματικών επενδύσεων.
Σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα της χώρας είναι πρόβλημα παραγωγικής βάσης, τύπου και τρόπου παραγωγής. Ανάπτυξης, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Είναι πρόβλημα της πραγματικής οικονομίας.
Δεν χρειάζεται, ίσως, να το πούμε, αλλά άς το σημειώσουμε, ότι η όλη προσπάθεια της χώρας οφείλει -και πρέπει- να εξελιχθεί στα πλαίσια της ευρωζώνης και της Ε.Ε.. Κάθε σκέψη και συζήτηση για Δ.Ν.Τ. και τα συναφή πρέπει να αποκλεισθούν. Η εγκατάλειψη του ευρωπαϊκού οχήματος, και μάλιστα τώρα –εν μέσω κρίσης- είναι μια επιλογή αυτοχειριασμού.
ΙΙΙ. Ορισμένα ζητήματα για την ευρωζώνη και την Ε.Ε.
Η κρίση της ευρωζώνης και, κατ΄επέκταση, της Ε.Ε., είναι βαθύτερη και δεν περιορίζεται στην ελληνική περίπτωση, όπως στοχευμένα θα ήθελαν να περάσουν ως μήνυμα και ως προσέγγιση οι κυρίαρχες ελίτ των ευρωπαϊκών μητροπόλεων.
Κρίση, η οποία, ενώ το φθινόπωρο 2008, είχε αξιολογηθεί ως μια εξελισσόμενη αποσαθρωτική διεργασία της ευρωπαϊκής οικονομίας, και αναζητούνταν λύσεις μέσω ενός νέου ‘’new deal’’, πολιτικών εθνικοποιήσεων, διεθνοποιημένων ρυθμίσεων του χρηματοπιστωτικόυ συστήματος και νεοκεϋνσιανών επιλογών, τώρα, η κρίση απομονώνεται σε ορισμένες χώρες/θήλακες, σε ορισμένες ζώνες, οι οποίες καλούνται να τα ‘’βγάλουν πέρα μόνες τους’’. Ενώ στην ουσία οι πολιτικές είναι ίδιες με κείνες πριν το ξέσπασμα της κρίσης ( και, εν πολλοίς, υπεύθυνες για την χρηματοπιστωτική κρίση, μέσω του ανεξέλεγκτου των αγορών).
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική από την παρουσιαζόμενη.
Η Γερμανία έχει οδηγηθεί στα υψηλώτερα επίπεδα δανεισμού της μετά τον δεύτερο πόλεμο, η Γαλλία εμφανίζει έλλειμα που θυμίζει μεσογειακή χώρα (πάνω από 8,0%), η Ιταλία συγκαταλλέγεται στις οικονομίες βαθειάς ύφεσης, η Ισπανία δεν αποτελεί πλέον, εδώ και χρόνια, «θαύμα» και η Μ.Βρεττανία, παρ΄ότι εκτός ευρωζώνης, έχει παραπλήσιο με την υπερχρεωμένη Ιρλανδία έλλειμα (12%), ενώ, το Βέλγιο προσωρινά και μόνο απέφυγε –με αμφιλεγόμενα μέτρα- την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματός του και η Αυστρία (το υπογάστριο της Γερμανίας) βρίσκεται στη δίνη παρόμοιων προβλημάτων. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο η Ελλάδα, ούτε μόνο οι PIIGS (Portugal, Italy, Ireland, Greece, Spain) – piigs, που ηχητικά παραπέμπει στα ‘’γουρούνια’’…
Ο μέσος όρος του ελλείματος, ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ε.Ε., είναι σήμερα στο 7%, και, μάλιστα, μετά από εφαρμογή σχετικών προγραμμάτων σταθερότητας! Η συμμετοχή της Ελλάδας, μίας χώρας με εκτόπισμα 2,7% στην ευρωπαϊκή οικονομία (γιατί αυτό είναι το πραγματικό οικονομικό της μέγεθος), έχει ασήμαντη επιρροή στο μέσο συνολικό ευρωπαϊκό έλλειμα (μαθηματικά ίση με 0,18%). Είναι, λοιπόν, μια κρίση ευρύτερη γεωγραφικά και βαθύτερη οικονομικά, που συνεχίζεται. Συνεχίζεται και απειλεί, γιατί οι κυρίαρχες πολιτικές όπως τις οριοθετεί το σύμφωνο σταθερότητας, τις έχει αποφασίσει το συντηρητικό διευθυντήριο και τις προωθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Κομισιόν δεν μπορούν να αποτελέσουν απάντηση και να ορίσουν την διέξοδο. Η απάντηση με σκληρές περιοριστικές πολιτικές, πολιτικές και νέας συμπίεσης του σκέλους ΄΄εργασία΄΄ (στο δίπολο κεφάλαιο-εργασία) και πολιτικές ‘’σαλαμοποίησης’’ορισμένων χωρών δημιουργούν το αντίθετο από το επιθυμούμενο αποτέλεσμα, την βαθαίνουν και την ανατροφοδοτούν. Εξ άλλου, το σκληρό, αδυσώπητο μάθημα από την ιστορία των κρίσεων είναι ότι απάντηση τους με μονομερείς, περιοριστικές πολιτικές σημαίνει πραγματική καταστροφή. Το ‘’στράγγισμα’’ μιας οικονομίας σε ύφεση οδηγεί στον βέβαιο στραγγαλισμό της. Αργό ίσως, αλλά βέβαιο...
Επισημαίνουμε ότι το όριο του ελλείματος στο 3% του ΑΕΠ έχει αφαιρέσει ουσιαστικά από τις κυβερνήσεις, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης, το όπλο της δημοσιονομικής πολιτικής , ενώ και το άλλο όπλο της νομισματικής πολιτικής (ΕΥΡΩ) ασκείται, πλέον, αποκλειστικά από την Ε.Κ.Τράπεζα. Δικαιώνεται, μετά θάνατον, ο Α.Παπανδρέου που είχε πει ότι «η συνθήκη του Μάαστριχτ είναι μια συνθήκη των τραπεζιτών και χρειάζεται διορθώσεις...».Η συνθήκη του Μάαστριχτ προστάτευσε και στήριξε το νέο νόμισμα, το ευρώ, ώστε να σταθεί στις αγορές, να ισχυροποιηθεί και να γίνει αποθεματικό νόμισμα. Σήμερα, είναι το σκληρότερο νόμισμα στον κόσμο, κι αυτό μπορεί να είναι καλό για τους τραπεζίτες, αλλά όχι για την παραγωγή, τα προϊόντα και τις εξαγωγές της Ευρώπης.
Το, δε, εκτεταμένο φαινόμενο της κερδοσκοπίας που διαπιστώθηκε τις προηγούμενες ημέρες έναντι της χώρας μας, θα αποτελέσει τη γραμμή των κερδοσκοπικών funds, τα οποία θα «επιτίθενται» στα ομόλογα όποιας χώρας παρουσιάζει επιδείνωση στα οικονομικά της ανεβάζοντας τα επιτόκια με τα οποία την δανείζουν. Δηλαδή, μέσω της άκαμπτης στάσης της Ε.Κ.Τ. και της Ε.Επιτροπής επανήλθαμε σ΄αυτό που θέλαμε να αποφύγουμε με τη δημιουργία της Ε.Ε., στις κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον των χωρών/μελών. Μία άλλη, διαφορετική πολιτική στο σημείο αυτό θα ήταν η Ε.Κ.Τ. να εξέδιδε ευρωομόλογα και να δανείζεται εκείνη για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Τότε το κόστος θα ήταν πολύ χαμηλώτερο και οι δυνατότητες (τα περιθώρια) κερδοσκοπίας εξαιρετικά περιορισμένα. Στη συνέχεια, η Ε.Κ.Τ. θα δάνειζε κάθε χώρα με διαφορετικό επιτόκιο και διαφορετικούς όρους, ανάλογα με τις επιδόσεις της. Η θέση της, κατ΄αυτόν τον τρόπο, θα ήταν και πάλι νευραλγική , αλλά μέσα σ΄ένα άλλο πλαίσιο. Θα προωθούσε την πολιτική της, με δική της ευθύνη και με διαπραγματεύσιμο κόστος. Και, σε κάθε περίπτωση, θα παρείχε μια ορισμένη αμυντική γραμμή στις χώρες/μέλη απέναντι στην κερδοσκοπική βουλιμία. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν η απορρόφηση σημαντικού μέρους των ελληνικών ομολόγων από την Ε.Κ.Τ., παρέχοντας έτσι κι ένα ευρύτερης σημασίας μήνυμα σταθερότητας και εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία. Όσο η Ε.Κ.Τ. κινείται στην οριοθετημένη σημερινή περιοριστική της πολιτική, τόσο οι μεγάλες τράπεζες θα αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού –και το αυξημένο κόστος χρήματος θα μετακυλίεται στις επιχειρήσεις, στην παραγωγή και τους πολίτες- βυθίζοντας ακόμα περισσότερο την πραγματική οικονομία σε ύφεση,σε ‘’πάγωμα’’. Ταυτόχρονα, στις ευρωπαϊκές χώρες και τον κόσμο της παραγωγής θα έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο βάρος γενεών, αλλά κι ένας μεγάλος ‘’έχθρος’’ : οι μεγάλες τράπεζες.
ΙV. Δράση σε δύο επίπεδα : Ε.Ε. – Ελλάδα.
Χωρίς να εγκαταλείπουμε μιά προοπτική συνολικής αλλαγής και ριζικής αναμόρφωσης της Ε.Ε. (δηλαδή, μια σοσιαλιστική στρατηγική) πρέπει να υπογραμμίσουμε με έμφαση ότι μια διαφορετική στρατηγική στα σημερινά πλαίσια της Ευρώπης, με αφορμή και τα μεγάλα και σοβαρά ζήτημα που ανέδειξε η κρίση, είναι δυνατή (εκτός του ότι είναι αναγκαία). Στα πλαίσια μιας τέτοιας ρεαλιστικής στρατηγικής - νοούνται ως πτυχές της κι όλα τα παραπάνω- δύο στόχοι είναι καθοριστικοί : (α). πραγματική πρόοδος για την οικονομική, κι όχι απλά νομισματική ενοποίηση, (β). θεαματική πρόοδο στην πολιτική ενοποίηση. Και για τους στόχους αυτούς και για μια νέα προοπτική η αφύπνιση, η ανόρθωση και η παρεμβατικότητα του ευρωπαϊκού ριζοσπαστισμού και των σοσιαλιστών είναι η καθοριστική προϋπόθεση.
Τέλος, -αλλά όχι τελευταίο-,ας μην λησμονείται ότι, σε περιόδους κρίσεων, η έλλειψη κοινής αποτελεσματικής πολιτικής και πραγματικής αλληλεγγύης στις οικονομικές και, -έστω, χαλαρές - πολιτικές ενώσεις (ΟΝΕ, Ε.Ε.) πληρώνεται απ΄όλους, και, πολύ βαρύτερα από τους κυρίαρχους των ενώσεων αυτών.
V. Mιά νέα κοινωνική συμμαχία, ένας νέος πατριωτισμός.
Είναι αναγκαίο κλείνοντας να τονίσουμε τα παρακάτω. Πρέπει να σταματήσει, εδώ και τώρα, η αυτολύπηση και το αυτομαστίγωμα. Καμία άλλη χώρα δεν έκανε τόση και τέτοια αυτοκριτική, δεν διασύρθηκε σε τέτοιο βαθμό από πολιτικούς και δημοσιογράφους της. Η περίοδος, πλέον, ζητά εργώδη προσπάθεια, πράξεις, αποτελέσματα, οργανωμένη αντεπίθεση. Όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες δεν είναι ένα τσούρμο φοροκλεπτών, διαπλεκόμενων, βολεμένων, απατεώνων, που τρώνε στα ξενυχτάδικα τα λεφτά των Γερμανών... Δεν είναι όλοι οι Έλληνες λαμόγια.
Αρκετά !...Υπάρχει και η Ελλάδα της παραγωγής, των επιστημών, των καλλιεργιών, της εργασίας, του πολιτισμού, της γνώσης, του μόχθου, του αγώνα. Αυτή την Ελλάδα, πρέπει να ενώσουμε, να εκφράσουμε, να κινητοποιήσουμε , να εκπροσωπήσουμε ! Να αντιμετωπισθούν,επί τέλους, -φτάνει, πιά, οι περιγρφές!-, συστηματικά και οργανωμένα τα φαινόμενα και τους παράγοντες κλοπής, αρπαγής και κατασπατάλησης του δημόσιου και κοινωνικού αποθέματος της χώρας. Αλλά, παράλληλα, σε προτεραιότητα, άμεσα, να συνεγερθεί και να συγκροτηθεί η νέα μεγάλη παραγωγική, δυναμική κοινωνική συμμαχία στα πλαίσια ενός προγράμματος ανόρθωσης και ανασυγκρότησης της πατρίδας. Κοινωνική συμμαχία ενός νέου πατριωτισμού και μιας νέας επίμοχθης, αλλά ανορθωτικής, αναπτυξιακής δυναμικής.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πρέπει ,–οφείλει-, να αποτελέσει το πολιτικό όχημα αυτής της κοινωνικής συμμαχίας. Η σχέση αυτή ΠΑΣΟΚ – νέας κοινωνικής συμμαχίας θα καθορίσει το μέλλον του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ως πολιτικού οργανισμού (κι όχι ως γραφειοκρατικό μηχανισμό). Οι στόχοι και τα αποτελέσματα της κοινωνικής συμμαχίας θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας. Η ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της εθνικής κοινωνικής συμμαχίας θα γράψει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας (ο δρόμος της επιτυχίας δεν είναι ο μόνος, ούτε δεδομένος, αλλά, είναι το ζωτικό καθήκον, καθήκον ζωής ή θανάτου).
Η θρυλούμενη νέα μεταπολίτευση είναι εδώ, τώρα...
Το 1974, η μεταπολίτευση ήταν πολιτική (στον πυρήνα της πολιτειακή): από τη δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Τώρα, η ‘’μεταπολίτευση’’ έχει οικονομικό υπόβαθρο -και μπορεί να αποκτήσει στον μετασχηματισμό της- νέο οικονομικό περιεχόμενο : από την χρεοκοπία στη νέα αναπτυξιακή διάρθρωση και παραγωγική δομή, στη νέα ανταγωνιστική Ελλάδα.
Θεσσαλονίκη, 20 Φεβρουαρίου 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου