Βόρεια Ελλάδα : πλεονεκτήματα και αγροτοδιατροφικός τομέας.
----------------------------------------------------------------------------------------
του Ελευθερίου Τζιόλα
Αν θέλουμε να μιλήσουμε, με όρους πραγματικούς
και ουσίας για έξοδο από το τέλμα, ανάκαμψη και νέα αναπτυξιακή προοπτική, - κι
όχι να ανακυκλώνουμε εικασίες και
''εμπόριο ελπίδων'' -, οφείλουμε, εκτός από τους επενδυτικούς τομείς
προτεραιότητας και τους χρηματοδοτικούς πόρους, να εντοπίσουμε τις γεωγραφικές
ζώνες που συγκεντρώνουν και διαθέτουν από φυσικού τους και από την πολύμοχθη
μέχρι σήμερα διαδρομή τους σωρευτικά
πλεονεκτήματα. Πλεονεκτήματα, τα οποία συντίθενται, από στοιχεία που
εξακολουθούν να υπάρχουν και να αποτελούν πρωταρχικές υλικές προϋποθέσεις κάθε
πολιτικής ανάκαμψης. Πολύ δε περισσότερο, κατά την τρέχουσα, ήδη, επτάχρονη περίοδο
βαθειάς ύφεσης και συνεχιζόμενης αποεπένδυσης, όπου τα πλεονεκτήματα αυτά με την υπεραξία τους, λειτουργώντας εκ
του φυσικού τους, παρέχουν την
απαραίτητη στήριξη κατά την πρώτη
δύσκολη φάση του απεγκλωβισμού από την ύφεση και την επανεκκίνηση. Τα στοιχεία
αυτά δεν είναι μονομερή, ούτε αφορούν σε αποτελέσματα ''μονοκαλλιεργειών''
(δηλαδή, δραστηριοτήτων ενός και μόνου σκοπού), αλλά συνθέτουν ένα ισχυρό, ευρύ
και με βάθος πλέγμα υλικών δεδομένων, υλικών, υφιστάμενων πόρων και υποδομών.
Κάθε αντικειμενική, ρεαλιστική ματιά, που στοχεύει να εντάξει τα
αποτελέσματα των παρατηρήσεων της σε μια επείγουσα, νέα αναπτυξιακή στρατηγική δεν μπορεί παρά να
αποδεχθεί και, μάλιστα, να υπογραμμίσει ότι μια τέτοια γεωγραφική ζώνη
υφιστάμενων πλεονεκτημάτων, μεγάλης έκτασης και εξαιρετικής σπουδαιότητας είναι η Βόρεια Ελλάδα (Θεσσαλία, 'Ηπειρος,
Μακεδονία, Θράκη, Βόρειο Αιγαίο). Η
Βόρεια Ελλάδα συνιστά αυτό τον εθνικό χώρο συγκριτικών πλεονεκτημάτων,
διαθέσιμων για την νέα εθνική προσπάθεια ανόρθωσης.
Ο
καθένας, ιδιαίτερα δε οι εμπειρότεροι και οι κατέχοντες θέσεις ευθύνης,
μπορούν να δουν και να αξιολογήσουν τη
σημασία, το βάρος και τη σπουδαιότητα αυτών των στοιχείων-πλεονεκτημάτων και να
σχεδιάσουν, διευκολύνοντας την επενδυτική
στόχευση και την συγκεκριμένη κινητοποίηση χρηματοδοτικών μέσων και
πόρων. Ό,τι αλλού πρέπει να χτισθεί, να δομηθεί από το χαμηλότερο σημείο και στην πιο δυσμενή
συγκυρία, εδώ, υπάρχει, ή, υπάρχει στα ουσιώδη του για να υποστηρίξει το σχέδιο
επανεκκίνησης - ανάκαμψης. Από δω,
μπορεί, στοχευμένα και με
προτεραιότητες, να ξεκινήσει ορμητικά, να ανελιχθεί και να διαδοθεί παλιρροϊκά
και παραγωγικά η νέα αναπτυξιακή προσπάθεια.
Η γεωοικονομική, γεωστρατηγική θέση
συνδυασμένη με την ευνοϊκή θέση στο πεδίο και τα δίκτυα των αγορών του
ευρωπαϊκού αλλά και του ανατολικού χώρου, καθώς τις παραδόσεις στην ευρύτερη
περιοχή της Ν/Α Ευρώπης ανταγωνιστικότητας αλλά και οικονομικών συνεργασιών,
ταυτόχρονα με την ιστορική όσμωση, σε πλαίσια σεβασμού, και την πολιτισμική
επικοινωνία και ενεργητικό πνεύμα παρέχουν ένα πλέγμα μοναδικών στοιχείων για
πολυεπίπεδη οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα, οι υποδομές μεταφορών (οδικές
: Εγνατία, κάθετοι άξονες, αεροπορικές , λιμενικές -θαλάσσιες, σιδηροδρομικές), με άμεσα δυνατή την ανάπτυξη
μεγάλων διαμετακομιστικών κέντρων συνδυασμένων μεταφορών αναβαθμίζουν
καθοριστικά για την εμπορική δραστηριότητα και την αναπτυξιακή δυναμική όχι μόνο τη Β. Ελλάδα, αλλά συνολικά την
ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, τα υπάρχοντα εθνικά ενεργειακά κέντρα (Δυτική
Μακεδονία), οι πλούσιοι ενεργειακοί πόροι, τα αντίστοιχα δίκτυα (ΔΕΠΑ, ΤΑΡ),
καθώς και τα ενταγμένα ενεργειακά έργα στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά κοινού
ενδιαφέροντος αυξάνουν αποφασιστικά τη θέση και το βάρος της Β. Ελλάδας στον
ευρω-ασιατικό και μεσογειακό ενεργειακό χάρτη. Ενώ, τα δώδεκα (12) ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα της Β. Ελλάδας, το Διεθνές Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
μαζί με τα αξιόλογα ερευνητικά και
μορφωτικά κέντρα (πανεπιστημιακά και ανεξάρτητα) συνιστούν θεσμούς
παραγωγής δυναμικού υψηλής στάθμης και προχωρημένης, εφαρμοσμένης τεχνογνωσίας,
με υπαρκτές και τις δυνατότητες για ένα σχεδιασμένο ελληνικό άλμα στις νέες
τεχνολογίες.
Εστιάζοντας σ΄έναν πολυσυζητημένο, καίριο, αλλά πρακτικά υποεκτιμημένο
τομέα, τον αγροτοδιατροφικό, οφείλουμε
ορισμένες επισημάνσεις. Ιδιαίτερα όταν ο αγροτικός τομέας της Β.Ελλάδας ξεπερνά
τα 2/3 του συνολικού αγροτικού τομέα της χώρας. Επιβεβαιώνοντας με τον πιο
καταλυτικό τρόπο ότι πιο πάνω υποστηρίξαμε για τη σημασία και τα πλεονεκτήματα
της Β. Ελλάδας.
Ειδικότερα, η συμβολή της γεωργίας
στο ΑΕΠ της χώρας από 12,5% το 1995 περιορίστηκε στο 4,1% το 2009. Είναι όμως
αξιοσημείωτο ότι κατά τα έτη της οικονομικής κρίσης η συμβολή της γεωργικής
παραγωγής έχει αυξηθεί, κυρίως λόγω της κατάρρευσης της συνολικής εθνικής
παραγωγής. Έτσι , το 2013 το μερίδιο της γεωργίας στο ΑΕΠ ήταν 5,2% αυξημένο
από το 4,1% του 2009, με τον γεωργικό τομέα να επιδεικνύει αντι-κυκλική
συμπεριφορά. Τούτο αποτελεί, ήδη, ένα μήνυμα της ελληνικής γεωργίας, το οποίο πρέπει να αξιοποιηθεί καθιστώντας τη γεωργία
μία από τις κινητήριες δυνάμεις ανάκαμψης.
Για την θετική εξέλιξη απαιτείται :
μια συμπαγής αγροτοδιατροφική αλυσίδα,
στη θέση του σημερινού ασυντόνιστου και κερματισμένου τομέα, και, επίσης, ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, υβριδιακό και
συνεργατικό, βασισμένο στη συνέργεια ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, στη θέση του
σημερινού ασταθούς και αναποτελεσματικού υφιστάμενου πλαισίου.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ)
αποτελεί τον κατεξοχήν φορέα πολιτικής στον πρωτογενή τομέα όχι μόνο για την
Ελλάδα, αλλά και και για όλες τις χώρες-μέλη της Ε.Ε. Στο πλαίσιο της ΚΑΠ, για
την Ελλάδα το 79%, δηλαδή, 2,3 δισ. € το
2012, είναι άμεσες ενισχύσεις (Πυλώνας Ι) και 21% (670 εκ. €) αποτελούν
κονδύλια για αγροτική ανάπτυξη (Πυλώνας ΙΙ), σημειώνοντας ότι υπάρχει
θεσμοποιημένο περιθώριο μετακίνησης πόρων για δικαιούχους από τον Πυλώνα Ι
προς τον Πυλώνα ΙΙ, δηλαδή για
υποστήριξη της περιφερειακής αγροτικής
ανάπτυξης. Εκείνο, πάντως, που πρέπει να τονισθεί είναι ότι
δεν ήταν τα προβλήματα κατανομής η αιτία για την μη σωστή εφαρμογή των ενισχύσεων
(Πυλώνας Ι), που επέφερε επανειλημμένα πρόστιμα , τα οποία κατά την επταετία
2007 -2013, σε έτη οξείας κρίσης, επιβλήθηκαν σε βάρος της χώρας ύψους 1,4 δισ.
€. Όμως και η απορρόφηση κονδυλίων για την περιφερειακή ανάπτυξη δεν είναι
ικανοποιητική. Την ίδια περίοδο , 2007 -2013, η χώρα απορρόφησε μόνο το 41% των
δεσμευμένων πόρων, στις προτελευταίες θέσεις λίγο πάνω από τη Βουλγαρία και τη
Ρουμανία. Δίπλα στα στοιχεία αυτά,
πρέπει να τοποθετηθούν ορισμένες ενδεικτικές αναφορές : για τις τρεις βασικές
εισροές παραγωγής (σπόροι, χημικά, λιπάσματα) διατίθενται 700 εκ. €, και εδώ
πρέπει να προστεθεί ΦΠΑ 18% , καθώς και οι νέες φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις. Το σύνολο
αυτό, 1 δισ.€ ετησίως, αντιστοιχεί
περίπου στο 50% των ετήσιων ενισχύσεων μέσω της ΚΑΠ.
Η παρακάτω δέσμη προτάσεων θεωρούμε ότι θα
ήταν θεαματικά ευεργετική, προωθητική για τον ελληνικό αγροτοδιατροφικό τομέα, με
ιδιαίτερη πάντα σημασία για τη Β. Ελλάδα.
·
1. Δημιουργία Εθνικού Διεπαγγελματικού Συμβουλίου
του αγροτοδιατροφικού τομέα,
αποτελούμενο από εκπροσώπους όλης της αγροτοδιατροφικής αλυσίδας, με ρόλο όχι
συνδικαλιστικό, αλλά επιχειρησιακό, διαχειριστικό, συμβουλευτικό, γέφυρα μεταξύ
του παραγωγού και της έρευνας/εκπαίδευσης/κατάρτισης, γέφυρα μεταξύ της
παραγωγής -της μεταποίησης -της αγοράς,
γέφυρα μεταξύ των δυνάμεων της παραγικής οικονομίας και των φορέων
πολιτικής. Το Συμβούλιο αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει και να διαχειρισθεί
έναν Ελληνικό Κόμβο Εξαγωγικής
Εφοδιαστικής Αλυσίδας Τροφίμων σ΄ένα εμπορικό, συναλλακτικό κέντρο στην Ευρώπη
(πόλη, ή βασικό εμπορικό σημείο σε χώρα της Ε.Ε.), σαν τον Κόμβο που θα
εξυπηρετεί την εξαγωγή ελληνικών προϊόντων διατροφής σε μεγάλη, αλλά και
μικρότερη κλίμακα, καθώς, επίσης και θα
διασυνδέει εμπορικά τους φορείς -αγοραστές των ευρωπαϊκών αγορών με τους
αντίστοιχους ελληνικούς (συνεταιρισμούς,
ομάδες παραγωγών, παραγωγικές επιχειρήσεις, εξαγωγείς). Το Συμβούλιο αυτό θα μπορούσε
να δημιουργήσει και να διαχειριστεί ορισμένους σημαντικούς φορείς, όπως Πάρκα
Καινοτομίας Τροφίμων, Ελληνική Διαδικτυακή Πύλη Τροφίμων, Εμπορικό Σήμα
Ελληνικών Τροφίμων (brand
name)με τη μορφή
δικαιόχρησης (franchise), Εκκολαπτήρια Επιχειρήσεων Αργοδιατροφής.
·
2. Μετακίνηση του Υπουργείου Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ) στη Θεσσαλονίκη, με ταυτόχρονη εκσυγχρονιστική
και διοικητική του αναδιάρθρωση. Στη δική μας οπτική, η μετακίνηση αυτή, μαζί
και άλλων παραγωγικών Υπουργείων, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ριζοσπαστικού
σχεδίου, στο οποίο θα επανέλθουμε διεξοδικότερα, και το οποίο η κρίση καθιστά
αναγκαίο, αλλά και εφικτό, και αφορά στην ευρύτερη εθνική παραγωγική και
διοικητική ανασύνταξη-ανασυγκρότηση της χώρας δημιουργώντας ένα συνολικά νέο
πρότυπο για τη δομή και τις προοπτικές της. Η μετακίνηση
παραγωγικών Υπουργείων από την Αθήνα στη
Θεσσαλονίκη (οπωσδήποτε : το ΥΠΑΑΤ, το Υπουργείο Ενέργειας, Χωροταξίας και
Περιβάλλοντος, το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Νέων Τεχνολογίων
και Τηλεπικοινωνιών, το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών, το Υπουργείο
Τουρισμού) συσχετίζεται και υποστηρίζει
ένα νέο αποτελεσματικό οργανωτικό πρότυπο, μια νέα άρθρωση των δομών
εξουσίας της χώρας. Οδηγεί σε συνάντηση
τα επιτελικά κέντρα με την παραγωγή, σε συνάρτηση με το νεύρο των χώρων και των
εξελίξεων τους και ανατρέπει τις παραδοσιακές νοοτροπίες και άκαμπτες λογικές
του αθηνοκεντρισμού και του παρασιτισμού. Το ΥΠΑΑΤ, λοιπόν, από τη Θεσσαλονίκη
θα συναντήσει την αγροτικού παραγωγή, τη δράση και τις ανησυχίες του αγροτικού
κόσμου, των συναφών μεταποιητικών -βιομηχανικών δραστηριοτήτων και θα ασκήσει
ζώσες πολιτικές μετρήσιμων αποτελεσμάτων
με ενεργή από τα κάτω συμμετοχή και δημιουργική κριτική. Ας σημειώσουμε, εδώ,
το πόσο καθοριστικά διαφορετικό σε επίπεδο αντίληψης και στρατηγικής θα ήταν,
αν αντί του παραρτήματος του πρωθυπουργικού γραφείου στη Θεσσαλονίκη, είχε
εκπονηθεί και προωθηθεί μια τέτοια θεσμική αλλαγή ενταγμένη σε μια ευρύτερη
στρατηγική δομικών αλλαγών.
·
3. Στα πλαίσια των παραπάνω, δημιουργία
μόνιμου Γραμματέα στο ΥΠΑΑΤ και δημιουργία Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για
τα Τρόφιμα, τη Γεωργία και την Αγροτική Ανάπτυξη.
Θεσσαλονίκη, 11 Ιανουαρίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου