6.2.17

        Πού πάμε ; [άρθρο στην ''ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της Κυριακής'', 5.2.2017]
           
            του Ελευθερίου Τζιόλα

            Α.Τσίπρας και οι πολιτικές του κινήσεις.

            Πριν από δύο (2) μήνες περίπου είχαμε γράψει για το ναρκοπέδιο του 2017. Και, ήδη, έχουμε εισέλθει...
            Η κυβέρνηση αντί του ρόλου του ναρκαλιευτή και του οδηγού, χωρίς ''οδικό χάρτη'' και απαίδευτο προσωπικό, έχει περιπέσει σε συμπεριφορές αυτόχειρα, οι οποίες εκτός από δικό της βαρύ κόστος, επιφέρει βαρύτατη βλάβη στην ίδια τη χώρα.
            Ο Α.Τσίπρας είχε χαρακτηρισθεί από πολλούς ''χαρισματικός'', και ορισμένοι στην αρχή της θητείας του τόλμησαν μέχρι τη σύγκριση του με τον Α. Παπανδρέου. Η περίοδος, τώρα, δείχνει ένα πολιτικό που ακόμα και το ταλέντο του στον τακτικισμό έχει αφυδατωθεί. Τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα ισχύος, που από τη φύση της παρέχει η εξουσία, εξαϋλώνονται ή/και αντιστρέφονται από τον πελατειακό χειρισμό και την αναποτελεσματική  άσκηση της.
            Ο ανασχηματισμός του Νοεμβρίου έχει σχεδόν ακυρωθεί, αφού κανένας από τους στόχους για τους οποίους αποφασίσθηκε και πραγματοποιήθηκε δεν ευοδώθηκε. Απομένει μόνο ο στόχος της καθιέρωσης της στενής στελεχιακής ομάδας του πρωθυπουργού, μέσω των δημόσιων αξιωμάτων, ως το αναγνωρισμένο δυναμικό που θα διαχειρισθεί τις  μετεκλογικές επιπτώσεις και τις εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ και στην πολιτική  σκηνή. Πράγμα, κι αυτό, πολύ οριακό, όταν το δυναμικό αυτό (νέοι υπουργοί, υφυπουργοί κλπ) απαξιώνεται ραγδαία χωρίς θετικά αποτελέσματα της θητείας και της δοθείσας θέσης.
            Η β΄ αξιολόγηση ήταν να ολοκληρωθεί στο τέλος Νοέμβρη, και τώρα πηγαίνει για τον Μάρτιο. Η συνολική αξιολόγηση (σ΄ όλες τις φάσεις της) έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί πριν από ένα (1) χρόνο ! Η καθυστέρηση αυτή στερεί από την οικονομία τους λιγοστούς, αλλά υπεραναγκαίους εκείνους πόρους, για την κίνησή της, συντελώντας στο παραπέρα μπλοκάρισμά της. Ενώ, ταυτόχρονα, μετακινεί προς τα πίσω, κάθε τι, έστω, ευεργετικό από την πιστωτική χαλάρωση, τις τακτοποιήσεις χρονιζουσών μνημονιακών δεσμεύσεων (''κόκκινα δάνεια'', κλπ), μέχρι την μετατόπιση του όποιου ενδιαφέροντος της κυβέρνησης σε ζητήματα ανάπτυξης. Aνάπτυξης, η οποία θα όφειλε να κατέχει την πρωτεύουσα θέση,  αντί της εμμονής στο χρέος και της φθοράς της στην αξιολόγηση για θέματα που έχει ουσιαστικά συμφωνήσει από το καλοκαίρι 2015.
            Παρά τη σχετική φιλολογία, το πεδίο  των επενδύσεων και της ανάπτυξης βρίσκεται έξω από το πραγματικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης. Ορισμένοι, μάλιστα, υπουργοί της την θεωρούν διαδικασία (την ανάπτυξη) μάλλον αυτόματη, παρά προκαλούμενη, προωθούμενη. Δεν είναι, όμως, μόνο τα καίρια ελλείμματα αντίληψης, ικανότητας σχεδιασμού και πίστης στην υλοποίηση, σχετικά με την ανάπτυξη, που αποτελεί τον μοναδικό τομέα αντιστροφής των τάσεων αφανισμού της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται, πλέον, και για έναν τακτικό σχεδιασμό, με την έννοια του βραχυπρόθεσμου, σκόπιμου  σχεδιασμού. Είναι σχεδιασμός πολιτικής επιβίωσης, που λέει ότι : '' κεντρικός μας στόχος είναι να διατηρήσουμε στις εκλογές ένα  ποσοστό διαχειρίσιμο (της τάξεως του 18%), με την καλή πιθανότητα, λόγω μη σχηματισμού κυβέρνησης, στις δεύτερες εκλογές, μέσω του ψηφισμένου εκλογικού νόμου να ξαναβρεθούμε και πάλι στο παιχνίδι''.  Ο σχεδιασμός αυτός δεν περιέχει περιθώρια αναπτυξιακών πολιτικών. Οι προτεραιότητές του είναι άλλες. Όταν μάλιστα έχει ορίζοντα τον Ιούνιο 2017, ή, εναλλακτικά, τον Οκτώβριο 2017, ως πιθανούς εκλογικούς χρόνους, δεν μπορεί να σκέφτεται οικονομική ανάκαμψη εντός έξι (6) μηνών, αλλά να επικεντρώνεται εκλογικίστικα.

            Μετά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.

            Η ταχύτητα με την οποία σπαταλήθηκε το πολιτικό κεφάλαιο και τα επί χρόνια σωρευμένα αποθέματα του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς είναι ασύλληπτη, μοναδικών  διαστάσεων στα ιστορικά χρονικά της. Δεν θα είναι, απλώς, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ που πρόκειται να συμβεί. ΄Ηττα, η οποία θα είναι καταλυτική και με βαθιές επιπτώσεις, αν δεν ανακάμψει γρήγορα λόγω δεύτερων εκλογών, σε περίπτωση μη σχηματισμού κυβέρνησης (από τις επόμενες εκλογές). Δεν θα είναι, λοιπόν, μόνο μια τέτοια ήττα, που θα θυμίζει την αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ (από το 43% στο 12,5%), αλλά, κυρίως, θα είναι η διαμορφωμένη, ευρύτερα διαχυμένη συνείδηση ότι η Αριστερά,  όχι μόνο δεν αποτελεί εναλλακτική, αλλά στις αντιλήψεις, στις ασκούμενες πολιτικές, στην κυβερνητική πράξη που μετράει για τις τύχες των ανθρώπων και της Πατρίδας δεν είχε πραγματικές διαφορές από τους συντηρητικούς, και, πάντως, δεν μπόρεσε (και δεν μπορεί)...
            Η ιστορική ευκαιρία δόθηκε, ξοδεύτηκε, τσαλακώθηκε, χάθηκε.  Αυτή η  κατάσταση, μ΄αυτό το κοινωνικό συνειδησιακό υπόστρωμα,  θα συνιστά ήττα στρατηγικών διαστάσεων.
             Όσοι στάθηκαν, και στέκονται, κριτικά, χωρίς να δικαιώνουν, ή πολύ περισσότερο να υποστηρίζουν την ορθότητα ή/και τη μοναδικότητα  της εξελιχθείσας  από το 2010 μέχρι σήμερα πολιτικής και πορείας, έχοντας έναν ευρωπαϊκό και σταθερά προοδευτικό προσανατολισμό  αποτελούν  αξιόλογο δυναμικό, που όμως δεν μπορεί, μέσα σ΄αυτό το καταθλιπτικό περιβάλλον που θα έχει επέλθει, να αλλάξει τον ρού στον χώρο αυτό.   
            Ο αγώνας της ανατροπής μιας τέτοιας εικόνας, και της αντιδιαστολής με ό,τι ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσώπησε ως Αριστερά δεν θα είναι εύκολος, ούτε γρήγορα αποτελεσματικός. Η εικόνα και η συνοδευτική συνείδηση θα προέρχεται, θα εμπεδώνεται από ό,τι έχει κυβερνητικά πραγματωθεί από τις θέσεις των θεσμών της εξουσίας : αρνητικό για τη ζωή της πλειοψηφίας, απογοητευτικό για όσους ελπίζανε, αναποτελεσματικό ως γραμμή ανάκαμψης, αποτυχημένο ως  πολιτική εξόδου από την κρίση, εξουθενωτικό ως οικονομική πολιτική, αδιέξοδο ως πολιτική διαχείρισης, πελατειακό ως πολιτική πρακτική, συνώνυμο της εξαπάτησης για πολλούς.
            Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο αγώνας ανατροπής των αρνητικών στοιχείων (ιδεολογικών, πολιτικών, πρακτικών)  θα αφορά μια σκληρή διαπάλη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ (κομματικό, κοινωνικό κλπ) και του χώρου της Αριστεράς που θα βιώνει, πλέον, ένα δυσχερές περιβάλλον σε θέση μειοψηφική και πίεσης σε απομόνωση.  Η διαπάλη αυτή δεν θα αναδείξει  πραγματικό νικητή στο πεδίο του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτός θα υπάρχει μετεκλογικά, ούτε θα (ανα)γεννηθεί στα πλαίσια αυτά μια νέα προοπτική. Εξελίξεις σε άλλο επίπεδο και από άλλους χώρους σε συνδυασμό και με τα ευρωπαϊκά, με αναφορά σε προοδευτικούς στόχους, θα διαμορφώσει και θα επικαθορίσει το αύριο του μη συντηρητικού χώρου. 

             Κι όμως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς.

            Ο Α. Τσίπρας πέταξε δύο μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες που του έδωσε ο ελληνικός λαός. Αν υπερβούμε  την αλλοπρόσαλλη στρατηγική μετά την πρώτη νίκη, του Ιανουαρίου 2015, εννοούμε : την επικράτηση με το δημοψήφισμα  τον Ιούλιο και την εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου 2015, όταν πλέον, γνώριζε με τον πιο ωμό και ακριβή τρόπο τι ήταν και τι σήμαινε η ελληνική κρίση και ποιές και πόσες δυνάμεις όφειλε να κινητοποιήσει για να την αντιμετωπίσει (σ΄όλα τα μέτωπα).  Και  στην πρώτη, και στη δεύτερη περίπτωση, επέλεξε να πορευθεί με τον Καμμένο, αντί να ηγηθεί μιας πραγματικά, μεγάλης και σοβαρής  εθνικής προσπάθειας. Επέλεξε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αντί τη θέση και το ρόλο ενός εθνικού ηγέτη της Αριστεράς. Και, τούτο, όταν μετά το δημοψήφισμα, σχεδόν όλα τα κόμματα (πλην ''Χ.Α.'', που το δημοκρατικό-συνταγματικό τόξο αρχειακά και σταθερά αποκλείει, και το ΚΚΕ, που αυτοαποκλείονταν) ήταν έτοιμα να συνδράμουν με ανάληψη ευθυνών, όχι μόνο ψήφισης στη Βουλή,  αλλά και άσκησης εξουσίας. Αλλά, και  τον Σεπτέμβρη 2015, επέλεξε τον εναγκαλισμό με τον Καμμένο και την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153, αντί μια κυβέρνηση με κοινοβουλευτική στήριξη 270 βουλευτών ! 'Οταν, μάλιστα, η καραμανλική πτέρυγα της ''Ν.Δ.'' δεν είχε απλώς παρασκηνιακό συγχρωτισμό μαζί του (περίπτωση εκλογής ΠτΔ), αλλά δημόσιο προεκλογικό λόγο με τον επικεφαλής της Ε. Μεϊμαράκη περί κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας. Ο Α.Τσίπρας, σε περίοδο που γνώριζε ότι θα ήταν περίοδος  εφαρμογής του Μνημονίου ΙΙΙ και έντονων διαπραγματεύσεων εξειδίκευσης του, έδειξε να μην αντιλαμβάνεται σωστά τη σημασία και το βάρος των συσχετισμών. Χωρίς βάθος και εύρος πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών στην Ελλάδα, με δίπλα του έναν αφερέγγυο Καμμένο και μόνο, και με απουσία ερεισμάτων στην Ευρώπη γρήγορα περιήλθε σε αδιέξοδα και ο κύκλος φθοράς γιγαντώθηκε. Έτσι, για τον Α.Τσίπρα, ο  χαρακτηρισμός του ''τακτικιστή'' , ως ο πολιτικός  που αντιλαμβάνεται τους συσχετισμούς και κινείται για την καλύτερη διαμόρφωσή τους, δείχνει να τον ξεπερνά.
            Επί πλέον, ο Α.Τσίπρας επεδίωκε να χτίσει συμμαχίες με τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, και παρά τη θετική στάση εκείνων, αρνούνταν να προβεί στη λογική διόρθωση της ''παρά φύση'' κυβερνητικής συμμαχίας του με τον Καμμένο, που επίμονα και δημόσια υποδείκνυαν (Φ.Ολάντ, Μ. Σούλτς, Ζ.Γκάμπριελ), καθώς, και στο άνοιγμα ενός άλλου κύκλου πολιτικών σχέσεων και διεργασιών στο χώρο της κεντροαριστεράς. Αν, μάλιστα, τώρα αναμένει να κερδίσει τις εκλογές στη Γερμανία ο Μ.Σούλτς για να κάνει ότι μέχρι τώρα δεν είχε κάνει, και πάλι δεν έχει σωστή αίσθηση του πολιτικού χρόνου. Το momentum έχει παρέλθει. Ο Μ. Σούλτς, αν θα είναι καγκελάριος (εξαιρετικά φιλόδοξη πρόβλεψη), θα περιμένει τον επόμενο πρωθυπουργό, όπως ακριβώς έκανε κι ο Β. Σόϊμπλε το φθινόπωρο του 2014 απέναντι στον Α. Σαμαρά, περιμένοντας τον Α. Τσίπρα.

            Και, τώρα ;

            Όγδοος, πλέον, χρόνος...
            Η παρακμή έχει εγκατασταθεί σχεδόν παντού.
            Η αποσάθρωση αλλού φανερή κι αλλού καρκινική και υποδόρια.
            Ένα καίριο ερώτημα προβάλλει καθαρά μπροστά μας : αντί για την τυφλή, αδιέξοδη πορεία και τις εκρήξεις των απελπισμένων, μπορούμε να βάλουμε ένα στοίχημα, -όλοι μας-, αξιοποιώντας ό,τι δημιουργικό και ζωογόνο Εδώ και στην Ευρώπη, και Παντού, να σώσουμε την Πατρίδα,  και να σωθούμε ;


Θεσσαλονίκη, 3 Φεβρουαρίου 2017.
           
             



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου