Από τον Ιούνιο, σ΄ έναν ακόμα θερμό Ιούλιο ;
-----------------------------------------------------------
του Ελευθερίου Τζιόλα
Βγαίνουμε από το τέλμα ;
..............................................
H χώρα μοιάζει ακινητοποιημένη μέσα σ΄ένα τέλμα αδιεξόδου.
Οι πολίτες της, αφοπλισμένοι και ανασφαλείς, παρακολουθούν βασανιστικά τις ημερομηνίες από Εurogroup σε Εurogroup, με καθυστερημένες, κακές ενδιάμεσες συμφωνίες (από την α΄ στη β΄αξιολόγηση), με απώλεια πολυτίμου χρόνου και βούλιαγμα σ΄όλα τα μέτωπα, χωρίς ελπίδα και προοπτική.
Οι πολιτικές δυνάμεις, σε γκρίζο σκηνικό. Δίχως νεύρο, δίχως αυτοπεποίθηση, χωρίς πραγματικά ερείσματα και δημιουργικές δυνάμεις αντιστροφής του μοιραίου.
H παράταση της «ελληνικής εκκρεμότητας» και πέραν του Eurogroup της 15ης Ιουνίου σχεδόν προεξοφλείται, την ίδια στιγμή που απέναντι στις ελληνικές πιέσεις και τις άλλες ‘’μετρημένες’’ αιτιάσεις ηγετικών ευρωπαϊκών παραγόντων, επανέρχονται ζητήματα προαπαιτούμενων (ασφαλιστικό, εργασιακά, φορολογικό), που υποτίθεται ότι είχαν κλείσει με την β΄αξιολόγηση και την υπερψήφιση των νέων μέτρων, ύψους 4,5 δις., που από την αντιπολίτευση ονομάσθηκε 4ο Μνημόνιο !
Ο Α. Τσίπρας με την ψήφιση των επώδυνων μέτρων έχει αποκλείσει επί της ουσίας κάθε σενάριο ρήξης και αναζητεί με αγωνία έδαφος σύγκλισης στα στοιχειώδη. Είναι ακόμα έτοιμος να περιορισθεί και σε σχετική δήλωση-δέσμευση, κι όχι απόφαση, για το χρέος και τη ποσοτική χαλάρωση. Ωστόσο, ακόμα κι αυτά δείχνουν ανέφικτα.
Η συζήτηση με το ΔΝΤ έχει αποκτήσει ατέρμονα χαρακτήρα, στην πράξη , επ΄ωφελεία της γερμανικής πλευράς και αύξησης της αβεβαιότητας στην ελληνική, η οποία στην πραγματικότητα, βιώνει οικονομικά και κοινωνικά πρόσθετη καθίζηση.
H γερμανική κυβέρνηση πολιτικά δεν έχει κανένα συμφέρον να φύγει το ΔΝΤ από το πρόγραμμα, κι αυτό για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι χωρίς τον διεθνή οργανισμό η αρμόδια επιτροπή της γερμανικής βουλής δεν θα εγκρίνει την εκταμίευση της δόσης, ενώ ανάλογη απειλή υπάρχει και από το ολλανδικό κοινοβούλιο.
Ο δεύτερος λόγος, στον οποίο έχει αναφερθεί πολλές φορές ο Β.Σόιμπλε, είναι ότι χωρίς το ΔΝΤ θα πρέπει να συμφωνηθεί ένα άλλο πρόγραμμα, δηλαδή να πάνε οι κυβερνήσεις για τέταρτη φορά στα κοινοβούλιά τους και να ζητήσουν μια ακόμη διάσωση της Ελλάδας, εννοώντας, κατ΄ αυτόν τον τρόπο ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Το ενδεχόμενο να παραπεμφθεί στις καλένδες η συζήτηση για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, αποκτά στοιχεία βεβαιότητας και αποτελεί αρνητική εξέλιξη για την ελληνική κυβέρνηση που έχει ιεραρχήσει το θέμα αυτό ως κεντρικό στην πολιτική της και στην ατζέντα της, παρά τις αντίθετες προτάσεις και πιεστικές παρεμβάσεις πολλών για την με κάθε μέσο αναπτυξιακή στροφή της οικονομίας και ιδιαίτερα των παραγωγικών της τομέων. Η κυβέρνηση φαίνεται να χάνει και το «καθαρό μονοπάτι» που αναζητούσε τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το μόνο θετικό που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον ορίζοντα είναι το ενδεχόμενο εκταμίευσης μιας αυξημένης δόσης, - κοντά στα 9-10 δισ. Ευρώ -, ώστε εκτός από την κάλυψη των αναγκών για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων, να περισσέψουν και πόροι για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και μια πολύ οριακή τόνωση της ρευστότητας στην αγορά.
Πολιτικές κινήσεις και επιλογές.
.................................................
Το τοπίο στην Ε.Ε., με τις ερχόμενες γερμανικές εκλογές και την παραγόμενη από αυτές αναβλητικότητα, καθώς, και τις πολύ πιθανές ιταλικές (και αυτές για το Σεπτέμβριο), δεν βοηθάει σε συζητήσεις αποφασιστικού χαρακτήρα για το ‘’ελληνικό ζήτημα’’, το οποίο έτσι κι αλλιώς κουβαλάει μια αρνητική φόρτιση στα φόρα-στις συνεδριάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων. Η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλά «καυτά» θέματα, όπως η έναρξη των διαπραγματεύσεων για το Βrexit, αλλά και τα νέα δεδομένα στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, μετά το επεισοδιακό πέρασμα του Ντ. Τραμπ από την Ευρώπη, που έθεσε σε αναγκαστική κίνηση μείζονα θέματα οντότητας και προοπτικών της Ε.Ε.. Σ΄ένα τέτοιο περιβάλλον δεν υπάρχουν ηγέτες που θα έχουν πραγματική διάθεση να ασχοληθούν και να αποφασίσουν και πάλι για την Ελλάδα.
Αυτά δείχνουν ότι το ξεπέρασμα του προδιαγεγραμμένου αδιέξοδου του Eurogroup , της 15ης Ιουνίου με την τοποθέτηση του ελληνικού ζητήματος (χρέος, QE –ποσοτική χαλάρωση) στη Σύνοδο κορυφής, όπως έχει από το Α. Τσίπρα προαναγγελθεί, ή, τελικώς, δεν θα πραγματοποιηθεί αποδεχόμενος ένα ακόμη κακό συμβιβασμό στο Eurogroup , της 15ης Ιουνίου, ή αν πραγματοποιηθεί θα είναι χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα από την Σύνοδο.
Με δεδομένη τη δυσχερή θέση ο Α. Τσίπρας, ενδέχεται να ζητήσει είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς, είτε σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας , Π. Παυλόπουλο. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου που παραχώρησε την περασμένη Πέμπτη στο υπουργείο Εσωτερικών, ανέφερε πως «η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι συζήτηση συγκυρίας, αφορά το μέλλον της χώρας και χρειάζονται συγκλίσεις και αν είναι δυνατόν και εθνική γραμμή».
Εάν ο Α. Τσίπρας επιλέξει να προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, η διεξαγωγή του τοποθετείται μεταξύ 16 και 21 Ιουνίου, δηλαδή αμέσως μετά το επόμενο Eurogroup και πριν από τη Σύνοδο Κορυφής. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πρωθυπουργός θα επιδιώξει κοινό μέτωπο των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να εμφανιστεί ενισχυμένος στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. Όμως, παρότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν τοποθετούνται δημοσίως, καθώς η όποια πρωτοβουλία του Α. Τσίπρα δεν έχει αναληφθεί, φαίνεται ότι ο αντίλογος θα είναι ότι επιχειρείται «διάχυση» σε σχέση με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα και την ασκούμενη πολιτική, υπενθυμίζοντας ,παράλληλα, ότι ο Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτουν τη συναίνεση μόνον όταν οδηγούνται σε αδιέξοδα, που όμως αυτοί έχουν δρομολογήσει. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τυχόν πρόσκληση του Α. Τσίπρα για συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον κ. Παυλόπουλο να μην τύχει θετικής ανταπόκρισης.
Η αλήθεια, όπως έχουμε ξαναγράψει, όσο κι ακούγονταν τούτο ιδιαίτερο, είναι ότι ο Α. Τσίπρας πέταξε δύο μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες που του έδωσε ο ελληνικός λαός. Αν περάσουμε, πέρα από την αλλοπρόσαλλη στρατηγική μετά την πρώτη νίκη, του Ιανουαρίου 2015, που ωστόσο είχε πολύ βαρύ τίμημα, εννοούμε : την επικράτηση με το δημοψήφισμα τον Ιούλιο και την εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου 2015, όταν πλέον, γνώριζε με τον πιο ωμό και ακριβή τρόπο τί ήταν και τί σήμαινε η ελληνική κρίση και ποιές και πόσες δυνάμεις όφειλε να κινητοποιήσει για να την αντιμετωπίσει (σ΄ όλα τα μέτωπα). Και στην πρώτη, και στη δεύτερη περίπτωση, επέλεξε να πορευθεί με τον Καμμένο, αντί να ηγηθεί μιας πραγματικά, μεγάλης και σοβαρής εθνικής προσπάθειας. Επέλεξε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αντί για τη θέση και το ρόλο ενός εθνικού ηγέτη της Αριστεράς. Και, τούτο, όταν μετά το δημοψήφισμα, σχεδόν όλα τα κόμματα (πλην ''Χ.Α.'', που το δημοκρατικό-συνταγματικό τόξο αρχειακά και σταθερά αποκλείει, και το ΚΚΕ, που αυτοαποκλείονταν) ήταν έτοιμα να συνδράμουν με ανάληψη ευθυνών, όχι μόνο ψήφισης στη Βουλή, αλλά και άσκησης εξουσίας. Αλλά, και τον Σεπτέμβρη 2015, επέλεξε τον εναγκαλισμό με τον Καμμένο και την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153, αντί μια κυβέρνηση με κοινοβουλευτική στήριξη 270 βουλευτών ! 'Οταν, μάλιστα, η καραμανλική πτέρυγα της ''Ν.Δ.'' δεν είχε απλώς παρασκηνιακό συγχρωτισμό μαζί του (περίπτωση εκλογής ΠτΔ), αλλά δημόσιο προεκλογικό λόγο με τον τότε επικεφαλής της Ε. Μεϊμαράκη περί κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας. Ο Α. Τσίπρας, σε περίοδο που γνώριζε ότι θα ήταν περίοδος εφαρμογής του 3ου Μνημονίου και έντονων διαπραγματεύσεων εξειδίκευσης και εφαρμογής του, έδειξε να μην αντιλαμβάνεται σωστά το βάρος των συσχετισμών και τη σημασία της κρίσης. Χωρίς βάθος και εύρος πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών στην Ελλάδα, με δίπλα του έναν αφερέγγυο Καμμένο και μόνο, και με απουσία ερεισμάτων στην Ευρώπη γρήγορα περιήλθε σε αδιέξοδα και ο κύκλος φθοράς γιγαντώθηκε.
Επί πλέον, ο Α.Τσίπρας επεδίωκε να χτίσει συμμαχίες με τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, και παρά τη θετική στάση εκείνων, αρνούνταν να προβεί στη λογική διόρθωση της ''παρά φύση'' κυβερνητικής συμμαχίας του με τον Καμμένο, που επίμονα και δημόσια υποδείκνυαν (Φ.Ολάντ, Μ. Σούλτς, Ζ.Γκάμπριελ), καθώς, και στο άνοιγμα ενός άλλου κύκλου πολιτικών σχέσεων και διεργασιών στο χώρο της κεντροαριστεράς. Αν, μάλιστα, τώρα αναμένει να κερδίσει τις εκλογές στη Γερμανία ο Μ.Σούλτς για να κάνει ότι μέχρι τώρα δεν είχε κάνει, και πάλι δεν έχει σωστή αίσθηση του πολιτικού χρόνου και των συσχετισμών. Το momentum έχει παρέλθει.
Πρόωρες εκλογές ;
............................
Μπροστά , σ΄ένα τέτοιο, επώδυνο αδιέξοδο μετά και τη σύνοδο κορυφής της 22ας Ιουνίου και με εξαντλημένα τα μέσα και τις επιλογές, καθώς και την ανυπαρξία, πλέον, οποιασδήποτε προσδοκίας, η εναπομένουσα τελευταία κίνηση του Α.Τσίπρα θα ήταν η προκήρυξη εκλογών. Η προκήρυξη πρόωρων εκολγών, που θα έχουν τόσο ένα στοιχείο αιφνιδιασμού των πολιτικών του αντιπάλων, όσο και ένα φιλολαϊκό τόνο με την έννοια της προσφυγής σε συνθήκες κρίσης στη δύναμη του λαϊκού παράγοντα για τον προσδιορισμό της νέας εντολής του για τη διέξοδο.
Η επιλογή αυτή των πρόωρων με πιθανότερη ημερομηνία την 16η Ιουλίου, θα αποτελούσε και κίνηση πριν από τον διαφαινόμενο θρίαμβο της οικονομικής πολιτικής του Β. Σόϊμπλε στις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Θρίαμβο των συντηρητικών της Γερμανίας, από τον οποίο ο Α. Τσίπρας, αν συνέχιζε ως πρωθυπουργός δεν θα έχει να περιμένει παρά μόνο εξουθενωτική δράση ανάλογη και, μάλλον, σκληρότερη των τελευταίων δύο ετών. Η ανακοίνωση πρόωρων εκλογών, ακριβώς μετά την αρνητική εξέλιξη και στη Σύνοδο κορυφής, σχετίζεται και με τη συγκράτηση των όποιων εκλογικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ πριν από τις βαριές επιπτώσεις κατά την εφαρμογή των μέτρων στην πραγματική ζωή των πολιτών και ιδιαίτερα των κοινωνικών εκείνων στρωμάτων που αποτέλεσαν την εκλογική του βάση.
Επί πλέον, μια εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ τέτοια, που θα επέφερε ως αποτέλεσμα τον μη σχηματισμό κυβέρνησης, θα οδηγούσε σε νέα εκλογική αναμέτρηση, η οποία θα πραγματοποιούνταν με τον πρόσφατο, νέο εκλογικό νόμο, έχοντας ως βέβαια εκδοχή την διατήρηση του δεύτερου κόμματος (δηλαδή, του ΣΥΡΙΖΑ με τα σημερινά δεδομένα) σε ρόλο κλειδί για τις εξελίξεις.
Ο Ιούλιος φαίνεται ότι για την Ελληνική πολιτική ζωή είναι ο κατ΄ εξοχήν πολιτικός μήνας, των πυκνών εξελίξεων και των ανατροπών…
Θεσσαλονίκη, 8 Ιουνίου 2017
Αυτά δείχνουν ότι το ξεπέρασμα του προδιαγεγραμμένου αδιέξοδου του Eurogroup , της 15ης Ιουνίου με την τοποθέτηση του ελληνικού ζητήματος (χρέος, QE –ποσοτική χαλάρωση) στη Σύνοδο κορυφής, όπως έχει από το Α. Τσίπρα προαναγγελθεί, ή, τελικώς, δεν θα πραγματοποιηθεί αποδεχόμενος ένα ακόμη κακό συμβιβασμό στο Eurogroup , της 15ης Ιουνίου, ή αν πραγματοποιηθεί θα είναι χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα από την Σύνοδο.
Με δεδομένη τη δυσχερή θέση ο Α. Τσίπρας, ενδέχεται να ζητήσει είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς, είτε σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας , Π. Παυλόπουλο. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου που παραχώρησε την περασμένη Πέμπτη στο υπουργείο Εσωτερικών, ανέφερε πως «η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι συζήτηση συγκυρίας, αφορά το μέλλον της χώρας και χρειάζονται συγκλίσεις και αν είναι δυνατόν και εθνική γραμμή».
Εάν ο Α. Τσίπρας επιλέξει να προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, η διεξαγωγή του τοποθετείται μεταξύ 16 και 21 Ιουνίου, δηλαδή αμέσως μετά το επόμενο Eurogroup και πριν από τη Σύνοδο Κορυφής. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πρωθυπουργός θα επιδιώξει κοινό μέτωπο των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να εμφανιστεί ενισχυμένος στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. Όμως, παρότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν τοποθετούνται δημοσίως, καθώς η όποια πρωτοβουλία του Α. Τσίπρα δεν έχει αναληφθεί, φαίνεται ότι ο αντίλογος θα είναι ότι επιχειρείται «διάχυση» σε σχέση με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα και την ασκούμενη πολιτική, υπενθυμίζοντας ,παράλληλα, ότι ο Α. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτουν τη συναίνεση μόνον όταν οδηγούνται σε αδιέξοδα, που όμως αυτοί έχουν δρομολογήσει. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τυχόν πρόσκληση του Α. Τσίπρα για συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον κ. Παυλόπουλο να μην τύχει θετικής ανταπόκρισης.
Η αλήθεια, όπως έχουμε ξαναγράψει, όσο κι ακούγονταν τούτο ιδιαίτερο, είναι ότι ο Α. Τσίπρας πέταξε δύο μεγάλες ιστορικές ευκαιρίες που του έδωσε ο ελληνικός λαός. Αν περάσουμε, πέρα από την αλλοπρόσαλλη στρατηγική μετά την πρώτη νίκη, του Ιανουαρίου 2015, που ωστόσο είχε πολύ βαρύ τίμημα, εννοούμε : την επικράτηση με το δημοψήφισμα τον Ιούλιο και την εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου 2015, όταν πλέον, γνώριζε με τον πιο ωμό και ακριβή τρόπο τί ήταν και τί σήμαινε η ελληνική κρίση και ποιές και πόσες δυνάμεις όφειλε να κινητοποιήσει για να την αντιμετωπίσει (σ΄ όλα τα μέτωπα). Και στην πρώτη, και στη δεύτερη περίπτωση, επέλεξε να πορευθεί με τον Καμμένο, αντί να ηγηθεί μιας πραγματικά, μεγάλης και σοβαρής εθνικής προσπάθειας. Επέλεξε τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αντί για τη θέση και το ρόλο ενός εθνικού ηγέτη της Αριστεράς. Και, τούτο, όταν μετά το δημοψήφισμα, σχεδόν όλα τα κόμματα (πλην ''Χ.Α.'', που το δημοκρατικό-συνταγματικό τόξο αρχειακά και σταθερά αποκλείει, και το ΚΚΕ, που αυτοαποκλείονταν) ήταν έτοιμα να συνδράμουν με ανάληψη ευθυνών, όχι μόνο ψήφισης στη Βουλή, αλλά και άσκησης εξουσίας. Αλλά, και τον Σεπτέμβρη 2015, επέλεξε τον εναγκαλισμό με τον Καμμένο και την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 153, αντί μια κυβέρνηση με κοινοβουλευτική στήριξη 270 βουλευτών ! 'Οταν, μάλιστα, η καραμανλική πτέρυγα της ''Ν.Δ.'' δεν είχε απλώς παρασκηνιακό συγχρωτισμό μαζί του (περίπτωση εκλογής ΠτΔ), αλλά δημόσιο προεκλογικό λόγο με τον τότε επικεφαλής της Ε. Μεϊμαράκη περί κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας. Ο Α. Τσίπρας, σε περίοδο που γνώριζε ότι θα ήταν περίοδος εφαρμογής του 3ου Μνημονίου και έντονων διαπραγματεύσεων εξειδίκευσης και εφαρμογής του, έδειξε να μην αντιλαμβάνεται σωστά το βάρος των συσχετισμών και τη σημασία της κρίσης. Χωρίς βάθος και εύρος πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών στην Ελλάδα, με δίπλα του έναν αφερέγγυο Καμμένο και μόνο, και με απουσία ερεισμάτων στην Ευρώπη γρήγορα περιήλθε σε αδιέξοδα και ο κύκλος φθοράς γιγαντώθηκε.
Επί πλέον, ο Α.Τσίπρας επεδίωκε να χτίσει συμμαχίες με τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες, και παρά τη θετική στάση εκείνων, αρνούνταν να προβεί στη λογική διόρθωση της ''παρά φύση'' κυβερνητικής συμμαχίας του με τον Καμμένο, που επίμονα και δημόσια υποδείκνυαν (Φ.Ολάντ, Μ. Σούλτς, Ζ.Γκάμπριελ), καθώς, και στο άνοιγμα ενός άλλου κύκλου πολιτικών σχέσεων και διεργασιών στο χώρο της κεντροαριστεράς. Αν, μάλιστα, τώρα αναμένει να κερδίσει τις εκλογές στη Γερμανία ο Μ.Σούλτς για να κάνει ότι μέχρι τώρα δεν είχε κάνει, και πάλι δεν έχει σωστή αίσθηση του πολιτικού χρόνου και των συσχετισμών. Το momentum έχει παρέλθει.
Πρόωρες εκλογές ;
............................
Μπροστά , σ΄ένα τέτοιο, επώδυνο αδιέξοδο μετά και τη σύνοδο κορυφής της 22ας Ιουνίου και με εξαντλημένα τα μέσα και τις επιλογές, καθώς και την ανυπαρξία, πλέον, οποιασδήποτε προσδοκίας, η εναπομένουσα τελευταία κίνηση του Α.Τσίπρα θα ήταν η προκήρυξη εκλογών. Η προκήρυξη πρόωρων εκολγών, που θα έχουν τόσο ένα στοιχείο αιφνιδιασμού των πολιτικών του αντιπάλων, όσο και ένα φιλολαϊκό τόνο με την έννοια της προσφυγής σε συνθήκες κρίσης στη δύναμη του λαϊκού παράγοντα για τον προσδιορισμό της νέας εντολής του για τη διέξοδο.
Η επιλογή αυτή των πρόωρων με πιθανότερη ημερομηνία την 16η Ιουλίου, θα αποτελούσε και κίνηση πριν από τον διαφαινόμενο θρίαμβο της οικονομικής πολιτικής του Β. Σόϊμπλε στις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Θρίαμβο των συντηρητικών της Γερμανίας, από τον οποίο ο Α. Τσίπρας, αν συνέχιζε ως πρωθυπουργός δεν θα έχει να περιμένει παρά μόνο εξουθενωτική δράση ανάλογη και, μάλλον, σκληρότερη των τελευταίων δύο ετών. Η ανακοίνωση πρόωρων εκλογών, ακριβώς μετά την αρνητική εξέλιξη και στη Σύνοδο κορυφής, σχετίζεται και με τη συγκράτηση των όποιων εκλογικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ πριν από τις βαριές επιπτώσεις κατά την εφαρμογή των μέτρων στην πραγματική ζωή των πολιτών και ιδιαίτερα των κοινωνικών εκείνων στρωμάτων που αποτέλεσαν την εκλογική του βάση.
Επί πλέον, μια εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ τέτοια, που θα επέφερε ως αποτέλεσμα τον μη σχηματισμό κυβέρνησης, θα οδηγούσε σε νέα εκλογική αναμέτρηση, η οποία θα πραγματοποιούνταν με τον πρόσφατο, νέο εκλογικό νόμο, έχοντας ως βέβαια εκδοχή την διατήρηση του δεύτερου κόμματος (δηλαδή, του ΣΥΡΙΖΑ με τα σημερινά δεδομένα) σε ρόλο κλειδί για τις εξελίξεις.
Ο Ιούλιος φαίνεται ότι για την Ελληνική πολιτική ζωή είναι ο κατ΄ εξοχήν πολιτικός μήνας, των πυκνών εξελίξεων και των ανατροπών…
Θεσσαλονίκη, 8 Ιουνίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου