Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
από τους Τούρκους
Σπύρος Γ. Δερμιτζάκης
Η 26η Οκτωβρίου αποτελεί
σημαντική ημέρα για τη Θεσσαλονίκη, καθώς η γιορτή του πολιούχου της
Αγίου Δημητρίου συνδυάζεται με την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης,
το 1912.
Οι δύο βαλκανικοί πόλεμοι στις αρχές του 20ου αιώνα
έδωσαν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να διεκδικήσει και να κατακτήσει ορισμένα
πάλαι ποτέ δικά της εδάφη, επεκτείνοντας σημαντικά τη μεθοριακή της
γραμμή. Μεταξύ των πιο σπουδαίων κατακτήσεων συγκαταλέγεται η
Θεσσαλονίκη, η «φυσική πρωτεύουσα» της Μακεδονίας: μία πόλη με αξιοσημείωτη
στρατηγική θέση, η οποία ανέκαθεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία
των Ελλήνων.
Η κατάσταση στα
Βαλκάνια το 1912.
Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, η
ατμόσφαιρα στα Βαλκάνια ήταν ιδιαίτερα έκρυθμη.
Το κίνημα των «Νεότουρκων» που κατείχε ουσιαστικά τον
έλεγχο της εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιχείρησε να «καθαρίσει» τη
χώρα από τα αλλότρια στοιχεία, περιορίζοντας τις ελευθερίες των χριστιανικών
κοινοτήτων.
Ο τουρκικός εθνικισμός που εκπροσωπούσαν οι Νεότουρκοι
έστρεψε εναντίον του όλα τα υπόλοιπα κράτη των Βαλκανίων και τα οδήγησε στη
σύναψη μυστικών στρατιωτικών συμφωνιών (σερβοβουλγαρική συνθήκη: 29 Φεβρουαρίου
1912, ελληνοβουλγαρική συνθήκη: 16 Μαΐου 1912).
Παράλληλα, η επιθυμία ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα
– το αποκαλούμενο ως «Κρητικό ζήτημα» – αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα
έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δίνοντας την αφορμή για εμπορικούς
αποκλεισμούς ομογενών σε ολόκληρη την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Επιπλέον, η προσωρινή απελευθέρωση των Δωδεκανήσων
κατά τη διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου (1911-12), δημιούργησε μία νέα
τριβή στις σχέσεις των δύο χωρών.
Ο πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, παρακολουθούσε
με αγωνία τις διεθνείς διπλωματικές εξελίξεις, προσπαθώντας να αποφύγει την
εμπόλεμη κατάσταση, επειδή πίστευε πως το ελληνικό κράτος διένυε περίοδο
ανασύνταξης και ανασυγκρότησης.
Τελευταία σημαντική εξέλιξη, η από πλευράς
Μαυροβουνίου κήρυξη πολέμου στην Τουρκία, την 25 Σεπτεμβρίου του 1912.
Υπό την πίεση των εξελίξεων, η Ελλάδα τάχθηκε στο
πλευρό της Σερβίας και της Βουλγαρίας και την30 Σεπτεμβρίου οι τρεις
βαλκανικές χώρες επέδωσαν τελεσίγραφο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ζητώντας την
να ικανοποιήσει συγκεκριμένα αιτήματα προς χάριν των χριστιανικών
κοινοτήτων (όπως π.χ. η επικύρωση της εθνικής αυτονομίας τους). Το
τελεσίγραφο απορρίφθηκε και μοιραία, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις πήραν τη θέση
των διπλωματικών ελιγμών.
Αρχίζουν οι επιχειρήσεις.
Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο την 5
Οκτωβρίου 1912, στο πλευρό των Βαλκανικών Συμμάχων. Με τον βουλγαρικό στρατό να
επιχειρεί προς την ανατολική Θράκη και τον σερβικό προς Σκόπια και Μοναστήρι,
το ελληνικό σχέδιο περιελάμβανε προέλαση προς Μακεδονία (με στόχο τη
Θεσσαλονίκη) και Ήπειρο (με στόχο τα Γιάννενα).
Η Στρατιά Θεσσαλίας, απωθώντας τουρκικά
τμήματα κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα και συνέχισε την προέλασή της. Η
πρώτη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 9 Οκτωβρίου, με τις ελληνικές δυνάμεις να
επιτίθενται κατά των Τούρκων στο Σαραντάπορο: Τρεις μεραρχίες επιτέθηκαν κατά
μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας,
εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη,
εγκαταλείποντας όλο το υλικό και το πυροβολικό τους.
Η 4η Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη,
εισερχόμενη στα Σέρβια στις 10 Οκτωβρίου, ενώ παράλληλα τμήματα της Ταξιαρχίας
Ιππικού κατέλαβαν την Κοζάνη στις 11 Οκτωβρίου. Ακολούθως, η Στρατιά Θεσσαλίας
στράφηκε προς τα ανατολικά, με στόχο την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Είχε προηγηθεί η αντιπαράθεση μεταξύ του
Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου, καθώς ο Διάδοχος επιθυμούσε ο στρατός
να κατευθυνθεί προς τα βόρεια, προς το Μοναστήρι, με σκοπό να συναντήσει τις
δυνάμεις του σερβικού στρατού- ωστόσο ο Βενιζέλος θεώρησε επιτακτική την ανάγκη
να μην υπάρξει καμία καθυστέρηση στην πορεία προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία
πλησίαζαν ήδη οι Βούλγαροι. Τα τηλεγραφήματα τα οποία αντάλλαξαν οι δύο άνδρες
που καθόρισαν την πορεία της ελληνικής ιστορίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του
20ού αιώνα έμειναν στην ιστορία, αποτελώντας ένα προοίμιο του Εθνικού Διχασμού.
Βενιζέλος: «Αναμένω να
μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του
στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ' όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί
λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώρα ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».
Κωνσταντίνος: «Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης.
Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Βενιζέλος: «Σας το
απαγορεύω!»
Ο Βενιζέλος δεν έμεινε εκεί:
Ανησυχώντας για την έκβαση των επιχειρήσεων, απευθύνθηκε στον βασιλιά, Γεώργιο
Α', προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση του Διαδόχου και να διασφαλιστεί η
προέλαση του στρατού προς τη Θεσσαλονίκη.