Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
από τους Τούρκους
Σπύρος Γ. Δερμιτζάκης
Η 26η Οκτωβρίου αποτελεί
σημαντική ημέρα για τη Θεσσαλονίκη, καθώς η γιορτή του πολιούχου της
Αγίου Δημητρίου συνδυάζεται με την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης,
το 1912.
Οι δύο βαλκανικοί πόλεμοι στις αρχές του 20ου αιώνα
έδωσαν τη δυνατότητα στην Ελλάδα να διεκδικήσει και να κατακτήσει ορισμένα
πάλαι ποτέ δικά της εδάφη, επεκτείνοντας σημαντικά τη μεθοριακή της
γραμμή. Μεταξύ των πιο σπουδαίων κατακτήσεων συγκαταλέγεται η
Θεσσαλονίκη, η «φυσική πρωτεύουσα» της Μακεδονίας: μία πόλη με αξιοσημείωτη
στρατηγική θέση, η οποία ανέκαθεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία
των Ελλήνων.
Η κατάσταση στα
Βαλκάνια το 1912.
Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, η
ατμόσφαιρα στα Βαλκάνια ήταν ιδιαίτερα έκρυθμη.
Το κίνημα των «Νεότουρκων» που κατείχε ουσιαστικά τον
έλεγχο της εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιχείρησε να «καθαρίσει» τη
χώρα από τα αλλότρια στοιχεία, περιορίζοντας τις ελευθερίες των χριστιανικών
κοινοτήτων.
Ο τουρκικός εθνικισμός που εκπροσωπούσαν οι Νεότουρκοι
έστρεψε εναντίον του όλα τα υπόλοιπα κράτη των Βαλκανίων και τα οδήγησε στη
σύναψη μυστικών στρατιωτικών συμφωνιών (σερβοβουλγαρική συνθήκη: 29 Φεβρουαρίου
1912, ελληνοβουλγαρική συνθήκη: 16 Μαΐου 1912).
Παράλληλα, η επιθυμία ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα
– το αποκαλούμενο ως «Κρητικό ζήτημα» – αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα
έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δίνοντας την αφορμή για εμπορικούς
αποκλεισμούς ομογενών σε ολόκληρη την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Επιπλέον, η προσωρινή απελευθέρωση των Δωδεκανήσων
κατά τη διάρκεια του ιταλοτουρκικού πολέμου (1911-12), δημιούργησε μία νέα
τριβή στις σχέσεις των δύο χωρών.
Ο πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, παρακολουθούσε
με αγωνία τις διεθνείς διπλωματικές εξελίξεις, προσπαθώντας να αποφύγει την
εμπόλεμη κατάσταση, επειδή πίστευε πως το ελληνικό κράτος διένυε περίοδο
ανασύνταξης και ανασυγκρότησης.
Τελευταία σημαντική εξέλιξη, η από πλευράς
Μαυροβουνίου κήρυξη πολέμου στην Τουρκία, την 25 Σεπτεμβρίου του 1912.
Υπό την πίεση των εξελίξεων, η Ελλάδα τάχθηκε στο
πλευρό της Σερβίας και της Βουλγαρίας και την30 Σεπτεμβρίου οι τρεις
βαλκανικές χώρες επέδωσαν τελεσίγραφο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ζητώντας την
να ικανοποιήσει συγκεκριμένα αιτήματα προς χάριν των χριστιανικών
κοινοτήτων (όπως π.χ. η επικύρωση της εθνικής αυτονομίας τους). Το
τελεσίγραφο απορρίφθηκε και μοιραία, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις πήραν τη θέση
των διπλωματικών ελιγμών.
Αρχίζουν οι επιχειρήσεις.
Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο την 5
Οκτωβρίου 1912, στο πλευρό των Βαλκανικών Συμμάχων. Με τον βουλγαρικό στρατό να
επιχειρεί προς την ανατολική Θράκη και τον σερβικό προς Σκόπια και Μοναστήρι,
το ελληνικό σχέδιο περιελάμβανε προέλαση προς Μακεδονία (με στόχο τη
Θεσσαλονίκη) και Ήπειρο (με στόχο τα Γιάννενα).
Η Στρατιά Θεσσαλίας, απωθώντας τουρκικά
τμήματα κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα και συνέχισε την προέλασή της. Η
πρώτη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 9 Οκτωβρίου, με τις ελληνικές δυνάμεις να
επιτίθενται κατά των Τούρκων στο Σαραντάπορο: Τρεις μεραρχίες επιτέθηκαν κατά
μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας,
εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη,
εγκαταλείποντας όλο το υλικό και το πυροβολικό τους.
Η 4η Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη,
εισερχόμενη στα Σέρβια στις 10 Οκτωβρίου, ενώ παράλληλα τμήματα της Ταξιαρχίας
Ιππικού κατέλαβαν την Κοζάνη στις 11 Οκτωβρίου. Ακολούθως, η Στρατιά Θεσσαλίας
στράφηκε προς τα ανατολικά, με στόχο την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Είχε προηγηθεί η αντιπαράθεση μεταξύ του
Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου, καθώς ο Διάδοχος επιθυμούσε ο στρατός
να κατευθυνθεί προς τα βόρεια, προς το Μοναστήρι, με σκοπό να συναντήσει τις
δυνάμεις του σερβικού στρατού- ωστόσο ο Βενιζέλος θεώρησε επιτακτική την ανάγκη
να μην υπάρξει καμία καθυστέρηση στην πορεία προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία
πλησίαζαν ήδη οι Βούλγαροι. Τα τηλεγραφήματα τα οποία αντάλλαξαν οι δύο άνδρες
που καθόρισαν την πορεία της ελληνικής ιστορίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του
20ού αιώνα έμειναν στην ιστορία, αποτελώντας ένα προοίμιο του Εθνικού Διχασμού.
Βενιζέλος: «Αναμένω να
μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του
στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ' όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί
λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώρα ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».
Κωνσταντίνος: «Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Κωνσταντίνος: «Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».
Βενιζέλος: «Σας το
απαγορεύω!»
Ο Βενιζέλος δεν έμεινε εκεί:
Ανησυχώντας για την έκβαση των επιχειρήσεων, απευθύνθηκε στον βασιλιά, Γεώργιο
Α', προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση του Διαδόχου και να διασφαλιστεί η
προέλαση του στρατού προς τη Θεσσαλονίκη.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη
μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α' και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του
ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Είχε προηγηθεί η
καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 - 20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει
ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς που
υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να ζητήσει μια
έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Το χρονικό των γεγονότων.
Το χρονικό κατάληψης της Θεσσαλονίκης μέσα από το
αρχείο των Γ. Κωνσταντινίδη και Κρόφορντ Πράις (ανταποκριτής των Times):
Παρασκευή 18 Οκτωβρίου.
Το τορπιλοβόλο 11 με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο
Νικόλαο Βότση βυθίζει την τουρκική κανονιοφόρο Φετχί Μπουλέντ (Καλή Νίκη) μέσα
στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Σάββατο 19/Κυριακή 20 Οκτωβρίου.
Ελληνική νίκη στη μάχη των Γιαννιτσών, που
ανοίγει το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, καθώς αποτελούσε την
τελευταία γραμμή άμυνας, απέχοντας μόλις οκτώ ώρες πεζή από τη μακεδονική
πρωτεύουσα.
Τρίτη 22 Οκτωβρίου.
Μουσουλμανικός όχλος προβαίνει σε θορυβώδεις
διαδηλώσεις κατά των χριστιανών και σε λιθοβολισμό των ελληνικών καταστημάτων.
Οι ξένοι υπήκοοι προσφεύγουν για προστασία στα προξενεία.
Τετάρτη 24/Πέμπτη 25 Οκτωβρίου.
Ο τουρκικός στρατός της Μακεδονίας διαβαίνει
τον Αξιό ποταμό. Το Γενικό Στρατηγείο μετακινείται στην έπαυλη Τόψιν.
Πέμπτη
25 Οκτωβρίου.
Έξι μεραρχίες του ελληνικού στρατού πέρασαν
τον ποταμό Αξιό.
Ώρα
16.30 Ο
διάδοχος Κωνσταντίνος ειδοποιήθηκε ότι ειδικό τρένο είχε φθάσει στο Τεκελί. Το
τρένο μετέφερε τους απεσταλμένους αντιπροσώπους με γράμμα του Ταχσίν Πασά,
αρχιστρατήγου των τουρκικών στρατευμάτων, τα οποία υπερασπίζονταν τη Θεσσαλονίκη.
Το γράμμα πληροφορούσε τον διάδοχο Κωνσταντίνο ότι οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων,
μαζί με κάποιους Τούρκους αξιωματικούς, παρακαλούσαν τον επικεφαλής των
ελληνικών στρατευμάτων να αναβάλλει την επίθεση στη Θεσσαλονίκη μέχρι την
πραγματοποίηση αυτής της συνάντησης. Τον διάδοχο πίεσαν να δεχτεί την επιτροπή
στο Τοψίν, οι πρόξενοι της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας,
τους οποίους συνόδευε ο Τούρκος στρατηγός Σεφίκ Πασάς, φρούραρχος της Θεσσαλονίκης.
Οι πρόξενοι δήλωσαν στην Α.Β υψηλότητα
ότι ο Τούρκος αρχιστράτηγος ήταν διατεθειμένος να δεχθεί την αποφυγή κάθε
στρατιωτικής επιχείρησης, με τον όρο ότι θα του επιτραπεί να αποσυρθεί με τον
στρατό του στο Καραμπουρνού, μέχρι να υπογραφεί η ειρήνη. Η αποδοχή αυτών των
όρων θα έδινε στον ελληνικό στρατό το δικαίωμα να καταλάβει την πόλη την
επόμενη της 26ης Οκτωβρίου. Ο
διάδοχος Κωνσταντίνος απάντησε ότι καταλαβαίνει τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεχε
η πόλη της Θεσσαλονίκης και αυτή ήταν η επιθυμία του, αλλά πρώτος και κύριος
στόχος του ήταν να νικήσει τον εχθρό και να επιμείνει στην παράδοση και
αφοπλισμό του τουρκικού στρατού σε Θεσσαλονίκη και Καραμπουρνού. Επιθυμία του ήταν να επιτρέψει στους Τούρκους
αξιωματικούς να κρατήσουν τα ξίφη τους με την προϋπόθεση ότι θα του υποσχεθούν
με το λόγο της στρατιωτικής τους τιμής ότι δεν θα συμμετάσχουν στο μέλλον σε
επιχειρήσεις εναντίον των συμμαχικών στρατευμάτων. Ο Τούρκος στρατηγός
Σεφίκ Πασάς δήλωσε ότι έπρεπε να συνεννοηθεί με τον αρχηγό του για την αποδοχή
των όρων. Του δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 6 το πρωί της επόμενης μέρας, 26
Οκτωβρίου, σε περίπτωση που δεν δινόταν ικανοποιητική απάντηση.
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου.
Ώρα
05.00 Ο Σεφίκ Πασάς επέστρεψε φέρνοντας την
απάντηση του Ταχσίν Πασά, ο οποίος δεχόταν όλους τους όρους εκτός από την
παράδοση του Καραμπουρνού και της διατήρησης υπό τα όπλα 5.000 ανδρών για τη
προστασία των αόπλων αιχμαλώτων του. Ο
Κωνσταντίνος αρνήθηκε κάθε τροποποίηση των όρων. Οι Τούρκοι αντιπρόσωποι
ζήτησαν νέα εξάωρη προθεσμία για να συνεννοηθούν και πάλι με τον Ταχσίν Πασά,
αλλά δεν τους δόθηκε. Ο Σεφίκ Πασάς ειδοποιήθηκε ότι θα εκδοθεί αμέσως
διαταγή άμεσης προέλασης για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Ώρα 11.00 η ελληνική ταξιαρχία ιππικού συνάντησε μικτό σύνταγμα
ιππικού από βουλγάρους και Σέρβους σε απόσταση 32 χλμ ΒΔ της Θεσσαλονίκης. Την
ακολουθούσε σε απόσταση τριών ωρών μικτή ταξιαρχία. Πίσω από αυτή, σε απόσταση
πάλι τριών ωρών, ακολουθούσε μία μεραρχία ως οπισθοφυλακή. Το μικτό σύνταγμα
είπε ότι θα διανυκτερεύσει στο Γκολόμπασι. Αυτή ήταν η πρώτη είδηση που έφθανε
στο ελληνικό αρχηγείο για την προσέγγιση βουλγαρικής στρατιωτικής δύναμης. Ο
διάδοχος Κωνσταντίνος αμέσως μόλις έμαθε τα γεγονότα έγραψε στον βούλγαρο
στρατηγό την επιστολή:
«Αρχηγείον ελληνικού στρατού προ
Θεσσαλονίκης
Οκτωβρίου
26 1912, ώρα 3μμ
Προς τον στρατηγό Θεοδωρώφ
Στρατηγέ
μου,
Αυτή τη στιγμή πληροφορήθηκα ότι το ιππικό σας έφθασε στο χωριό
Αποστολάρ, και ότι το ακολουθείτε σε απόσταση 10 χλμ και τέρμα της πορείας σας
είναι η Θεσσαλονίκη. Εκφράζω τη χαρά μου για αυτή τη συνάντηση των στρατευμάτων
μας και έχω την τιμή να σας πληροφορήσω ότι βρίσκομαι ήδη επικεφαλής του
στρατού μου μπροστά στην πόλη αυτή, στην οποία επειδή δεν προβλέπω καμιά σοβαρή
αντίσταση, θα μπω πιθανότατα απόψε. Σπεύδω να σας ανακοινώσω την πληροφορία
αυτή για να μην μπείτε στον κόπο να προχωρήσετε προς τη Θεσσαλονίκη. Και εάν το
θεωρήσετε ωφέλιμο, πηγαίνετε με τις δυνάμεις σας όπου υπάρχει επείγουσα
στρατιωτική ανάγκη.
Ο Αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ "δούκας της
Σπάρτης»
Έπειτα από μακρές διαβουλεύσεις με τους
προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ρωσία) ο
Ταχσίν πασάς πείθεται να εγκαταλείψει και τις τελευταίες αξιώσεις του για
διατήρηση οπλισμού 5.000 τούρκων στρατιωτών.
Ώρα
15.15. Έφθασε στις ελληνικές προφυλακές Τούρκος αξιωματικός με λευκή σημαία.
Έφερνε γράμμα του Χασάν Ταχσίν πασά προς τον διάδοχο, ο οποίος εκείνη τη στιγμή
βρισκόταν στην εμπροσθοφυλακή της 3ης Μεραρχίας. Το γράμμα έγραφε:
«Προς την Α.
Υψηλότητα τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο, αρχηγό του ελληνικού στρατού
Έχω την τιμή να πληροφορήσω
την Υμετέρα Υψηλότητα ότι αποδέχομαι την πρότασή σας την οποία κάνατε χθες.
ΧΑΣΑΝ
ΤΑΧΣΙΝ, στρατηγός μεραρχίας και διοικητής του 8ου σώματος του οθωμανικού
στρατού».
Μόλις πήρε το τουρκικό έγγραφο για την άνευ
όρων παράδοση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό σταμάτησε η προέλασή του.
Ώρα
23.00. Οι αξιωματικοί Βίκτωρ Δούσμανης και
Ιωάννης Μεταξάς και υπογράφουν μαζί με τον τούρκο διοικητή το πρωτόκολλο
παράδοσης της πόλης.
Το Πρωτόκολλο έχει ως εξής:
«Μεταξύ της Α.Β.Υ. του Αρχιστράτηγου του ελληνικού
Στρατού και της Α.Ε. του Αρχιστράτηγου του τουρκικού Στρατού συνεφωνήθησαν τα
κάτωθι:
Άρθρο 1) Τα όπλα των Οθωμανών στρατιωτών θα
παραληφθώσι και θα τεθώσιν εν αποθήκη, θα φρουρηθώσιν δε υπό την ευθύνη του
Ελληνικού στρατού. Επί του αντικειμένου αυτού θα συνταχθή ιδιαίτερον
πρωτόκολλον.
Άρθρο 2) Οι Οθωμανοί στρατιώται θα στρατωνισθώσι μέρος
μεν εις Καραμπουρνού (Καλαμαριά), μέρος δε εις τους στρατώνας Πυροβολικού τους καλουμένους
Τοπτσίν. Θα τρέφωνται υπό των αρχών Θεσσαλονίκης.
Άρθρο 3) Η πόλις της Θεσσαλονίκης παραδίδεται εις τον
Ελληνικόν στρατόν μέχρι της συνομολογήσεως της ειρήνης.
Άρθρο 4) Πάντες οι ανώτεροι στρατιωτικοί υπάλληλοι και
οι Αξιωματικοί έχουσι το δικαίωμα να διατηρήσωσι τα ξίφη των και να ώσιν
ελεύθεροι εν Θεσσαλονίκη. Ούτοι θα δόσωσι λόγον τιμής, ότι δεν θα λάβωσι πλέον
τα όπλα κατά του Ελληνικού στρατού και των συμμάχων αυτού κατά την διάρκειαν
του παρόντος πολέμου.
Άρθρο 5) Άπαντες οι ανώτεροι πολιτικοί βαθμούχοι και
οι υπάλληλοι του Βιλαετιού θα ώσιν ελεύθεροι.
Άρθρο 6) Οι χωροφύλακες και οι αστυνομικοί θα φέρωσι
τα όπλα αυτών.
Άρθρο 7) Το Καραμπουρνού θα χρησιμεύση ως κατάλυμα των
αφωπλισμένων Οθωμανών στρατιωτών. Τα πυροβόλα και τα πολεμικά μηχανήματα του
Καραμπουρνού θα τεθώσιν εκτός χρήσεως υπό του Τουρκικού στρατού και θα
παραδοθώσιν εις την Ελληνικής δύναμιν.
Άρθρο 8) Τα εν άρθρω 1 διαλαμβανόμενα θα εκτελεσθώσι
εντός του χρονικού διαστήματος των δύο ημερών, αρχομένων από της αύριον
Σάββατον 27 Οκτωβρίου 1912. Η προσθεσμία αυτή δύναται ακόμη να παραταθή τη
συγκαταθέσει του Αρχιστρατήγου του Ελληνικού στρατού.
Άρθρο 9) Η κατάστασις αυτή θα τηρηθή μέχρι
συνομολογήσεως της ειρήνης.
Άρθρο 10) Οι Χωροφύλακες και η Οθωμανική Αστυνομία θα
εξακολουθήσωσι την υπηρεσίαν αυτών μέχρι νεωτέρας αποφάσεως.
Ο Αρχηγός του Τουρκικού στρατού
Οι Πληρεξούσιοι της Α.Β.Υ. του Διαδόχου
της Ελλάδος
Χασάν Ταξίν
Β. Δούσμανης,
Αντισυνταγματάρχης
Ι. Μεταξάς,
Λοχαγός»
Σάββατο
27 Οκτωβρίου.
Πρωι Η 2η ελληνική μεραρχία πήρε διαταγή αναστολής
της επιχείρησης γιατί έχει υπογραφεί το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης του τουρκικού
στρατού στη Θεσσαλονίκη. Την ίδια στιγμή ο διοικητής της 2ης μεραρχίας
στρατηγός Καλλάρης παρατήρησε φάλαγγα βουλγαρικού πεζικού να πλησιάζει. Στον Βούλγαρο αξιωματικό που του
παρουσιάστηκε, ο Έλληνας στρατηγός του έδωσε σε μετάφραση τη διαταγή που είχε
πάρει πριν από λίγο για συνθηκολόγηση των Τούρκων. Οι Βούλγαροι, χωρίς να
ασχολούνται με τη στρατιωτική εθιμοτυπία, ανέπτυξαν μικρό απόσπασμα σε θέση
μάχης και άρχισαν να πυροβολούν τους Τούρκους που υποχωρούσαν. Ελάχιστοι ήταν
οι πυροβολισμοί που ρίχτηκαν.
Αργότερα.Ο διάδοχος Κωνσταντίνος έστειλε με τον λοχαγό Παπαδιαμαντόπουλο
και δεύτερο γράμμα στον στρατηγό Θεοδόροφ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο
στρατηγός Πετρόφ είχε ζητήσει με αξιωματικό του από τον Ταχσίν Πασά να του
δώσει πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ίδιο με αυτό που συνέταξε με τον
Έλληνα διάδοχο. Στην απαίτηση αυτή ο Ταχσίν Πασάς απάντησε ότι αφού παραδόθηκε
στον ελληνικό στρατό, δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο και με δεύτερο αντίπαλο.
Κυριακή 28 Οκτωβρίου.
Βουλγαρικά τμήματα υπό το στρατηγό Θεοδορόφ
κατευθύνονται προς την πόλη. O αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος μπαίνει στη
Θεσσαλονίκη και κατευθύνεται στο διοικητήριο. Το διάδοχο και τους επισήμους υποδέχονται
και καθοδηγούν οι Θεσσαλονικείς Αθ. Μάνος, Γ. Δίβολης και Δ. Κοντορέπας.
Υψώνεται η ελληνική σημαία στο Λευκό Πύργο.
Ώρα
11.00. Ένας Βούλγαρος αξιωματικός φτάνει στο
ελληνικό στρατηγείο που έχει εγκατασταθεί στο διοικητήριο, για να ζητήσει εκ
μέρους του στρατηγού Θεοδόροφ από τον διάδοχο να επιτρέψει σε δύο βουλγαρικά
τάγματα, που ήταν μούσκεμα από την βροχή, να μπουν στην πόλη για να…
στεγνώσουν.
Αργότερα. Ο διάδοχος δέχτηκε τον στρατηγό Θεοδόροφ και
τον συνοδό του Στάντσεφ στο γραφείο του. Ο Βούλγαρος στρατηγός παραπονέθηκε
γιατί τα στρατεύματά του εμποδίστηκαν στην είσοδο της πόλης κατά διαταγή του
Έλληνα αρχιστρατήγου. Ο διάδοχος του
απάντησε ότι δυστυχώς δεν μπορούσε να επιτρέψει την είσοδο στρατού με δική του
πρωτοβουλία και όφειλε να ενημερώσει την κυβέρνησή του.
Δευτέρα 29 Οκτωβρίου.
Ο βασιλεύς Γεώργιος ο Α’ φθάνει στη
Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος από το διάδοχο και τους λοιπούς πρίγκιπες. Γνωρίζει
την αποθέωση από τους έλληνες κατοίκους έστω και υπό βροχή. Η έφιππη βασιλική
ακολουθία καταλήγει στην οικία Χατζηλαζάρου, που θα χρησιμοποιούταν ως βασιλική
κατοικία και φρουρούταν από την ανακτορική φρουρά. Στρατιωτικός διοικητής ορίζεται
ο πρίγκιπας Νικόλαος. Παράλληλα την ίδια ημέρα κατόπιν αδείας βουλγαρικός
στρατός υπό το στρατηγό Θεοδορόφ μαζί με το διάδοχο Boris και τον πρίγκιπα
Κύριλλο εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη. Εκτός του βουλγαρικού εισέρχεται στην πόλη
και ελάχιστος σερβικός στρατός. Το μεγαλύτερο τμήμα των βουλγαρικών μονάδων αναχωρεί
πέντε ημέρες αργότερα.
Τρίτη
30 Οκτωβρίου.
Φτάνει στην πόλη
με το ατμόπλοιο «Αρκαδία» ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης ο μακεδόνας
υπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Ρακτιβάν και διορίζεται γενικός διοικητής των
καταληφθεισών χωρών.
Η πληθυσμιακή κατάσταση στη Θεσσαλονίκη.
Η ελληνική κυβέρνηση διέθετε αόριστες
πληροφορίες για το μέγεθος και τη σύνθεση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης. οι
πληροφορίες αυτές βασίζονταν σε μια στατιστική που είχε καταρτίσει στα τέλη του
1911 και στις αρχές του 1912 το ελληνικό προξενείο της πόλης και η οποία ανέβαζε
τον πληθυσμό της σε 205.000.
Η τελευταία επίσημη οθωμανική απογραφή
του πληθυσμού πραγματοποιήθηκε το 1902. Κατέγραψε 80.299 άρρενες κατοίκους στην
πόλη της Θεσσαλονίκης και 125.000 για ολόκληρο τον ομώνυμο καζά. Αν ο αριθμός
αυτός διπλασιαστεί για να συμπεριλάβει τις γυναίκες και αυξηθεί κατά τι για
τους γέροντες και τα νήπια, οδηγούμαστε ως τάξη μεγέθους κοντά στην εκτίμηση
που θα διαμορφώσει μερικά χρόνια αργότερα το ελληνικό προξενείο.
Η πρώτη ελληνική διοίκηση αναζήτησε περισσότερα
στοιχεία για το μέγεθος του πληθυσμού. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης δεν διέθετε κανένα
σχετικό έγγραφο. Υπάλληλοι του θυμούνταν αόριστα τα δεδομένα της απογραφής
του 1902, τα ακριβή στοιχεία της οποίας παραχώρησε το προξενείο της Αυστροουγγαρίας.
Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης είχε καταχωρισμένα μόνον τα «στέφανα», δηλαδη τις
άδειες γάμων, συμφωνά με τις οποίες οι έγγαμοι χριστιανοί της πόλης ανέρχονταν
σε 19.121. Η Αρχιραβινία διέθετε καταλόγους των αρρένων Ισραηλιτών, που
έφταναν τους 26.542. Η Μουφτεία δεν είχε κανένα στοιχείο. Έτσι, οι ελληνικές
αρχές βρίσκονταν στο σκοτάδι ως προς τον πραγματικό πληθυσμό της πόλης. Ακόμη
και αν η στατιστική του ελληνικού προξενείου και η παλαιότερη οθωμανική
καταγραφή ήταν ακριβείς, ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος είχε προκαλέσει μετακινήσεις
πληθυσμού, κυρίως μουσουλμανικού, και επομένως είχε αλλοιώσει τη δημογραφική
σύνθεση.
Στις αρχές Απριλίου του 1913 το
υπουργείο Στρατιωτικών μέσω του υπουργείου Εσωτερικών ζήτησε από τη Γενική
Διοίκηση Μακεδονίας να καταρτίσει «απλούς πρόχειρους απογραφικούς πίνακες» των
αρρένων κατοίκων της Μακεδονίας, «παντός θρησκεύματος και εθνικότητος», που
είχαν γεννηθεί από το 1862 ως το 1894, ήταν δηλαδή από 19 ώς 51 ετών. Κατά
πάσα πιθανότητα, ο σκοπός του αιτήματος ήταν στρατολογικός. Πάντως, ο αντιπρόσωπος
της ελληνικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος
Ρακτιβάν, θεώρησε ότι θα έπρεπε αντί του καταρτισμού «απλών» απογραφικών
πινάκων να πραγματοποιηθεί πλήρης πληθυσμιακή απογραφή. Η απόφαση του Ρακτιβάν
προκάλεσε ανησυχίες στις μη χριστιανικές κοινότητες και ο πρωθυπουργός
Ελευθέριος Βενιζέλος συνέστησε την αναβολή της απογραφής (ενώ ταυτόχρονα είχε
δρομολογηθεί η επιστροφή του Ρακτιβάν στην Αθήνα και η αντικατάσταση του από
τον Στέφανο Δραγούμη με το αξίωμα του γενικού διοικητή Μακεδονίας). Ο Ρακτιβάν
όμως επέμενε και ο Βενιζέλος υποχώρησε, αφήνοντας το πράγμα «εις την κρίσιν»
του υπουργού του.
Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, η
απογραφή πραγματοποιήθηκε με τάξη στις 28 Απριλίου 1913 (παλαιό ημερολόγιο).
Επιτεύχθηκε χάρη στη συνεργασία της ισραηλιτικής και της μουσουλμανικής
κοινότητας, οι οποίες πλαισίωσαν με μορφωμένα στελέχη τους τις απογραφικές
επιτροπές, καθώς και των τραπεζών και των κυριότερων σωματείων της πόλης
(«Ηρακλής», «Νέα Λέσχη»). Το ήμισυ των μελών των απογραφικών επιτροπών αποτελούνταν
από Εβραίους και μουσουλμάνους. Το έτερον ήμισυ από χριστιανούς κατοίκους της
Θεσσαλονίκης, κυρίως εμπόρους, υπαλλήλους εμπορικών επιχειρήσεων και τραπεζών.
Καταμετρήθηκαν συνολικώς 157.889 άτομα, από
τα οποία 52% αρσενικού φύλου και 48% θηλυκού. Μεγάλη υπεροχή αρρένων καταγράφτηκε
μεταξύ των Ελλήνων, ενώ στις άλλες κοινότητες πλεόναζαν οι γυναίκες.
Σε ό,τι αφορά την κατανομή μεταξύ
των θρησκευτικών κοινοτήτων, 39% ήταν εβραίοι, 29% μουσουλμάνοι, 25% Ελληνες
χριστιανοί ορθόδοξοι, 4% Βούλγαροι ορθόδοξοι και 3% ξένοι και λοιποί. Ειδικώς
στους άρρενες, οι εβραίοι ήταν 36,2%, οι Ελληνες ορθόδοξοι 28,7% και οι
μουσουλμάνοι 27,8%.
Σε σύγκριση με τη στατιστική που είχε
διενεργήσει το ελληνικό προξενείο ενάμιση χρόνο πριν, η διαφορά εντοπίζεται
στα εξής σημεία: οι εβραίοι κάτοικοι είχαν υπολογιστεί σε 45% (έναντι 39% της
απογραφής), οι μουσουλμάνοι σε 27% (έναντι 29% της απογραφής), οι
ελληνορθόδοξοι σε 14% (έναντι 25% της απογραφής), οι εξαρχικοί σε 4% (όσο και
στην απογραφή) και οι ξένοι υπήκοοι και λοιποί (κυρίως Αθίγγανοι) σε 10% (έναντι
3% της απογραφής).
Ενδιαφέρουσα είναι η χωροταξική
εικόνα της Θεσσαλονίκης. Ποσοστό
25% του πληθυσμού κατοικούσε εκτός των τειχών, στις νέες συνοικίες που είχαν
αναπτυχθεί στα ανατολικά και στα δυτικά της παλαιάς πόλης (15% και 10%
αντιστοίχως). Στο νότιο τμήμα της παλαιάς πόλης (νοτίως της Εγνατίας) κατοικούσε
το ήμισυ του συνολικού πληθυσμού, ενώ το υπόλοιπο 25% βορείως της οδού Αγίου
Δημητρίου. Οι θρησκευτικές ομάδες ήταν κατανεμημένες σε ολόκληρη την πόλη, όχι
όμως ισομερώς. Το χριστιανικό στοιχείο πλειοψηφούσε στην περιοχή ανάμεσα στη
σημερινή Σχολή Τυφλών και τον αλευρόμυλο Αλλατίνη, που ήταν τότε το
νοτιοανατολικό όριο της πόλης. Πλειοψηφούσε επίσης στην περιοχή από το Παπάφειο
Ορφανοτροφείο μέχρι τη λεωφόρο Εθνικής Αμύνης, καθώς και από τον Βαρδάρη
μέχρι το Μπεστσινάρ. Οι χριστιανοί κατοικούσαν, δηλαδή, κυρίως έξω από την
παλαιά πόλη. Εντός των τειχών πλειοψηφούσαν στην περιοχή της αγοράς (ενορία
Αγίου Μηνά), καθώς και στην περιοχή που περικλείεται από τις οδούς Αγίας
Σοφίας, Αγίου Δημητρίου, Εθνικής Αμύνης και Μητροπόλεως, δηλαδή στις ενορίες
Αγίου Αθανασίου, Παναγούδας, Παναγίας Δεξιάς, Υπαπαντής, Αγίου Κωνσταντίνου και
Μητρόπολης. Στις λοιπές συνοικίες η χριστιανική παρουσία ήταν υποτονική ή
μηδαμινή.
Το μουσουλμανικό στοιχείο κυριαρχούσε
απολύτως (σε ποσοστό 85%) στις συνοικίες βορείως της οδού Αγίου Δημητρίου. Αντίστοιχα,
το εβραϊκό στοιχείο υπερτερούσε συντριπτικά από το Λευκό Πύργο μέχρι τη Μητρόπολη
και στο χώρο μεταξύ Εγνατίας, Βενιζέλου, Αγίας Σοφίας και παραλίας. Το ίδιο
και στο τμήμα της πόλης ανάμεσα στον Βαρδάρη, την Εγνατία, τη Βενιζέλου και
την Αγίου Δημητρίου. Μεγάλη εβραϊκή συνοικία υπήρχε στη δυτική πλευρά της
οδού Λαγκαδά, εκτός των τειχών.
________________________
ΠΗΓΕΣ
Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, Αρχείο
Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, φάκελος 45.
Δημητριάδης Β., «Ο πληθυσμός της
Θεσσαλονίκης και η ελληνική κοινότητα της κατά το 1913», Μακεδόνικα 23 (1983).
Ρακτιβάν Κ., Εγγραφα και σημειώσεις εκ
της πρώτης ελληνικής διοικήσεως Μακεδονίας, Αθήναι 1951.
Χεκίμογλου Ε., Θεσσαλονίκη:
Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κείμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της
πόλης, Θεσσαλονίκη (University Studio Press) 1996.
Χεκίμογλου Ε., Τράπεζες και
Θεσσαλονίκη, 1900-1936: Οψεις λειτουργίας και το πρόβλημα της χωροθέτησης,
Θεσσαλονίκη 1987.
E-Ίστορικά, Μακεδονικό-Βαλκανικοί,
1904-1913
Αρχείο Γεωργίου Κωνσταντινίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου